Χρήστης:Sarri.greek/εκφράσεις
Sarri.greek • συζήτηση - help:βοήθεια - mygoogle - PAWS - ref@en.wikt - fonts@en - audio@en - ετυμολογία - μοντέλα - λεξικογραφία - εργασίες - lab - εκφρ - tAr - t4.t5 - mS.tS - menu - ΣΥΖ&ΒΚΔΜ |
Εκφράσεις από λήμματα που ήταν bold+εξήγηση, και πρέπει επειγόντως να λημματοποιηθούν. Επίσης χρειάζεται
- Σύνδεσμοι με τα συστατικά τους στοιχεία.
- Αν υπάρχουν πολλά συνώνυμα ή ισοδύναμες φράσεις, πρέπει να επιλέξουμε κάπου να βάλουμε όλα τα συνώνυμα π.χ. στο τρομάζω μπήκαν όλα τα περιφραστικά.
! Σας ευχαριστώ κύριε ☏ Nikos1nikos1 για τη δημιουργία τόσων πολλών σελίδων!!
διάφορα
επεξεργασία- το μη χείρον βέλτιστον : για περιπτώσεις που αποδεχόμαστε μια κατάσταση όχι πολύ θετική, με το επιχείρημα ότι αποφεύγομε κάτι που θα μπορούσε να είναι εντελώς επιζήμιο.
- αβγά σού καθαρίζουν; : γιατί γελάς χωρίς λόγο;
- ακόμη δε βγήκε από το αβγό: για κάποιον που δεν έχει αποκτήσει ακόμη αρκετές εμπειρίες, αλλά συμπεριφέρεται σαν τα ξέρει όλα
- η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα; : η δυσκολία προσδιορισμού της αρχικής κατάστασης, η αναζήτηση του αρχικού αιτίου
- κάθομαι στ' αβγά μου : δεν εμπλέκομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν
- τον πήραν με τα αβγά: τον αποδοκίμασαν, ρίχνοντας του αβγά
- σιγά τ' αβγά (να μη σπάσουν) : για να υποβαθμιστεί η σπουδαιότητα προσώπου ή κατάστασης
- το αβγό του Κολόμβου : η εύκολη κι ευφυής λύση ενός προβλήματος, που αρχικά έμοιαζε άλυτο, αλλά εκ των υστέρων αποδεικνύεται απλό
- χάνω τ' αβγά και τα καλάθια / πασχάλια : χάνω ό,τι έχω // μπερδεύομαι, παθαίνω σύγχυση
- αβγό να πέσει από τον κώλο του δε θα σπάσει: για πολύ κοντό άνθρωπο.
- σαλάμι αέρος: είδος αλλαντικού
- άκου πράματα: (όπως παραπάνω)
- ακούς εκεί: (επιφωνηματικά) τι ανόητο, τι αδιανόητο, τι απρεπές
- άκουσον, άκουσον! (ἄκουσον, ἄκουσον!)
- άκουσον Κύριε! (ἂκουσον Κύριε!)
- ακούω τα εξ αμάξης
- ακούω τα σχολιανά μου
- ακούω τον αναβαλλόμενο
- ακούω τον εξάψαλμο
- πάταξον μεν, άκουσον δε (πάταξον μέν, ἄκουσον δέ)
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω (ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω) (Τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, η')
- σα σ' ακούω: τι είναι αυτά που λες; (έκφραση δυσαρέσκειας)
- ἀράσσω στέρνα: χτυπώ τα στήθη μου, θρηνώ
- ἀράσσω κρᾶτα: χτυπώ το κεφάλι μου, θρηνώ
- ἀράσσω ὄψεις}}: τυφλώνομαι
- → δείτε παράθεμα στο ἀράξας
- ἀράσσω πέτροις: λιθοβολώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 327 (325-327)
- ἀλλ᾽, εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι | ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο, | αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις.
- Μα αν φεύγαν μερικοί, ζυγώνανε άλλοι | και ρίχνανε· αν αυτούς μπροστά τούς βάζαν, | όσοι είχαν φύγει πριν ξαναρχινούσαν το πετροβολητό·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽, εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι | ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο, | αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 327 (325-327)
- γράφω στ' αρχίδια μου: (υβριστικό) αδιαφορώ πλήρως για κάποιον ή κάτι
- στ' αρχίδια μου : (υβριστικό) δεν με ενδιαφέρει αυτό που λες ή κάνεις, δεν πτοούμαι
- παρ' τ' αρχίδια μου, τσάκω έν' αρχίδι, τσίμπα 'να 'ρχίδι (τσάκωσε): (υβριστικό) ως άρνηση εκχώρησης ή κοροϊδευτικά
- αρχίδια θα πάρεις: (υβριστικό - περιπαικτικό), ως άρνηση ή αβέβαιης εκχώρησης
- αλώς τ' αρχίδια μας τα δυο : καλωσορίζοντας κάποιον ειρωνικά/πειραχτικά/σκωπτικά/υβριστικά/δηκτικά
- (κάποιος) διευθυντης, προπονητής, πρωθυπουργός κτλ. με αρχίδια : άξιος/ικανός
- αρχίδια + επαγγελματικό ουσιαστικό διευθυντης, προπονητής, πρωθυπουργός κτλ.: άθλιος/δύστροπος/ανίκανος
- για δε' 'να 'ρχίδι για δες ένα αρχίδι κοίτα ένα αρχίδι : αυτός είναι/εσύ είσαι καθίκι-κάθαρμα
- μια μάντρα αρχίδια : σύνολο αθλιοτήτων
- μιαν οκάν αρτζίντια : σύνολο αθλιοτήτων στην κυπριακή διάλεκτο
- τι άλλο θ' ακούσουν τ' αρχίδια μου; : για πρωτοφανή χαζομάρα, για κάτι ή κάποιον που αδιαφορώ
- μου έκανες τ' αρχίδια τσουρέκια: με έπρηξες, με ζάλισες
- κλάσε μου τ' αρχίδια /πάρε φόρα και δεν σε φοβάμαι, δεν έχεις ισχύ
γράφω κάτι/κάποιον στ’ αρχίδια μου
|
παρ' τ' αρχίδια μου
- αλλάζω τα πρέκια (κάποιου): Πρότυπο:υβριστ εξουθενώνω ή κατατροπώνω (κάποιον)
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο: μετανιώνω πικρά για κάτι, συνειδητοποιώ ένα μεγάλο λάθος μου
- βαράω μύγες: κάθομαι άπραγος, δεν έχω δουλειά
- βαράω μαλακία: (χυδαίο) αυνανίζομαι
- βαράω ενέσεις: (για ναρκομανείς) κάνω χρήση ηρωίνης - (μεταφορικά) είμαι απελπισμένος ή βαριέμαι πάρα πολύ
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ επείγον
- κάνω βίδες
- διαλύω, αποσυναρμολογώ, καταστρέφω
- κατανικώ, επιβάλλομαι, αποστομώνω, ξυλοφορτώνω
- μου έστριψε η βίδα / του λείπει βίδα: τρελάθηκε
- μου λείπει βίδα
- [άνοιξε η γη και τον κατάπιε : για κάποιον που έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς
- γην και ύδωρ (απαιτώ / προσφέρω) : παράδοση άνευ όρων
- Γη της Επαγγελίας : ο νοητός επίγειος παράδεισος // η προσδοκώμενη εκπλήρωση των ελπίδων κάποιου
- δεν πατάει στη γη : αεροβατεί, δεν έχει συναίσθηση
- κινώ γη και ουρανό : κάνω τα αδύνατα δυνατά, καταβάλλω κάθε προσπάθεια
- μάνα γη : η περιοχή ή η χώρα καταγωγής
- να ανοίξει η γη να (με) καταπιεί : για κάποιον που από μεγάλη ντροπή δε θέλει να βλέπει άλλους ή νομίζει ότι δεν αξίζει να ζει
- όπου γης : σε οποιαδήποτε περιοχή της γης
- όπου γης και πατρίς : για κάποιον που θεωρεί πατρίδα του κάθε μέρος όπου περνάει καλά
- στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα : για κάτι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αλλά που συμβαίνει αναπάντεχα
- η τακτική της καμένης γης: η καταστροφή των σπαρτών από έναν στρατό που υποχωρεί, ώστε να μη βρει τίποτα χρήσιμο ο εχθρός που προελαύνει
- χάνομαι από προσώπου γης: εξαφανίζομαι, κανείς δεν μπορεί να με βρει
- βγάζω γλώσσα: γίνομαι αναιδής
- γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει
- βγάζω τη γλώσσα μου
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- δε βάζει γλώσσα μέσα του: μιλάει διαρκώς
- δεν μπορεί να κρατήσει τη γλώσσα του (μέσα): δεν μπορεί να συγκρατηθεί και λέει πράγματα που δεν πρέπει
- έγινε η γλώσσα μου παπούτσι, έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι
- έχω μακριά γλώσσα, έχω μια γλώσσα!
- η γλώσσα του βγάζει μέλι
- η γλώσσα των αγγέλων
- καταπίνω τη γλώσσα μου
- λύνεται η γλώσσα μου: αρχίζω να μιλάω για κάποιο θέμα, ενώ πριν δυσκολευόμουν να εκφραστώ
- μάλλιασε η γλώσσα μου: επανέλαβα κάτι (μια συμβουλή) πάρα πολλές φορές
- μου βγαίνει η γλώσσα
- ροδάνι πάει η γλώσσα (μου): μιλάω με μεγάλη ευχέρεια λόγου
- στάζει η γλώσσα μου φαρμάκι
- το έχω στην άκρη της γλώσσας μου: προσπαθώ να θυμηθώ κάτι για να το πω
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα: απειλή σε κάποιο παιδί που χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις
- φάε τη γλώσσα σου: αποτρεπτική έκφραση, για να μη συμβεί κάτι απευκταίο που ο συνομιλητής μας ανέφερε
- βάζω το δάχτυλό μου: παρεμβαίνω σε μια υπόθεση χωρίς να έχω αρμοδιότητα
- κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου: προσπαθώ να κρύψω κάτι που όλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν
- μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού): είναι πάρα πολύ λίγοι / λίγες / λίγα
- όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα: όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι
- παίζω κάτι στα δάχτυλα: γνωρίζω κάτι πολύ καλά
- γλῶσσαν διοίσει: (μεταφορικά) θα μιλήσει
- ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει: διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό συμφέρον
- διαφέρει μοι: με ενδιαφέρει
- οὐδέν διαφέρει: δεν έχει καμία διαφορά, είναι αδιάφορο
- πλεῖστον διαφέρει: παρουσιάζει μεγάλη διαφορά, έχει μεγάλη σπουδαιότητα
- βραχὺ διαφέρει: λίγο διαφέρει
- διαφέρειν σκῆπτρα
- οὐ διαφέρομαι: δεν με ενδιαφέρει
- ἐπί μεῖζον ἔρχεται: αυξάνεται
- ἐπί πᾶν ἦλθον: έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια
- ἐπί πόλιν ἔρχομαι: επιτίθεμαι εναντίον μιας πόλης
- ἐς τὸ δεινόν ἔρχομαι: διατρέχω κίνδυνο
- ἐς τὰ ἀλγεινὰ ἔρχομαι: διατρέχω κίνδυνο
- ἐς ἀριθμὸν ἔρχομαι: απαριθμώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 72.3
- ὑμεῖς δὲ πόλιν μὲν καὶ οἰκίας ἡμῖν παράδοτε τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ γῆς ὅρους ἀποδείξατε καὶ δένδρα ἀριθμῷ τὰ ὑμέτερα καὶ ἄλλο εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν·
- Παραδώστε σ᾽ εμάς, τους Λακεδαιμονίους, την πόλη σας και τα σπίτια σας. Δείξτε μας πού είναι τα ορόσημα της γης σας και κάνετε απογραφή τα δέντρα σας και ό,τι άλλο μπορεί ν᾽ αριθμηθεί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης
- ὑμεῖς δὲ πόλιν μὲν καὶ οἰκίας ἡμῖν παράδοτε τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ γῆς ὅρους ἀποδείξατε καὶ δένδρα ἀριθμῷ τὰ ὑμέτερα καὶ ἄλλο εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 72.3
- εἰς ἀσθενὲς ἔρχομαι: φθάνω σε αδύνατο συμπέρασμα
- εἰς ἡλικίαν ἔρχομαι: φθάνω σε ορισμένη ηλικία
- εἰς λόγους ἔρχομαι: συνομιλώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 4.2
- οὗτος ὁ Φάνης μεμφόμενός κού τι Ἀμάσι ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου, βουλόμενος Καμβύσῃ ἐλθεῖν ἐς λόγους.
- Αυτός ο Φάνης είχε κάποιοι παράπονο με τον Άμαση και γι᾽ αυτό το σκάει μ᾽ ένα πλοίο από την Αίγυπτο για να πάει στον Καμβύση να τα μιλήσει μαζί του.
- Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek-language.gr
- οὗτος ὁ Φάνης μεμφόμενός κού τι Ἀμάσι ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου, βουλόμενος Καμβύσῃ ἐλθεῖν ἐς λόγους.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 4.2
- εἰς ὄψιν ἔρχομαι: βλέπω προσωπικά
- εἰς μάχην ἔρχομαι: πολεμώ
- εἰς χεῖρας ἔρχομαι: συγκρούομαι, έρχομαι στα χέρια με κάποιον, συμφιλιώνομαι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 4.14
- ὡς δ᾽ εἰς χεῖρας ἦλθον, ὅσοι μὲν τῶν Ἑλλήνων ἔπαισάν τινας, πάντες συνέτριψαν τὰ δόρατα,
- Όταν ήρθαν στα χέρια, όσοι Έλληνες χτύπησαν αντιπάλους έσπασαν τα δόρατά τους,
- Μετάφραση (1966): Ρόδης Ρούφος @greek-language.gr
- ὡς δ᾽ εἰς χεῖρας ἦλθον, ὅσοι μὲν τῶν Ἑλλήνων ἔπαισάν τινας, πάντες συνέτριψαν τὰ δόρατα,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 33.1
- ξυνετάξαντο καὶ τοῖς ὁπλίταις τῶν Ἀθηναίων ἐπῇσαν, βουλόμενοι ἐς χεῖρας ἐλθεῖν·
- παρατάχτηκαν για μάχη και προχώρησαν εναντίον των Αθηναίων οπλιτών για να συγκρουστούν μαζί τους.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ξυνετάξαντο καὶ τοῖς ὁπλίταις τῶν Ἀθηναίων ἐπῇσαν, βουλόμενοι ἐς χεῖρας ἐλθεῖν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 4.14
- εἰς ὀργὰς ἔρχομαι: οργίζομαι με κάποιον
- παρά μικρόν, παρ’ ὀλίγον ἔρχομαι: παρά λίγο να ...
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡρακλεῖδαι , 294-296
- πόσα νιν λέξειν βασιλεῦσι δοκεῖς, | ὡς δείν᾽ ἔπαθεν καὶ παρὰ μικρὸν | ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι;
- Ω! πόσα δεν θα πει στον βασιλιά του, | ότι πολλά κακά έπαθε και λίγο | έλειψε για να χάσει τη ζωή του;
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης @greek-language.gr
- πόσα νιν λέξειν βασιλεῦσι δοκεῖς, | ὡς δείν᾽ ἔπαθεν καὶ παρὰ μικρὸν | ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι;
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἡρακλεῖδαι , 294-296
- ἔρχομαι παρά τινα: συνουσιάζομαι
- δεν έχει για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
- ⮡ Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
- δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
- έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα: προσέχω πάρα πολύ
- έχω το νου μου
- τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
- τα έχω χαμένα: έχω σαστίσει
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε: (ανεπίσημο) τον κάνει ό,τι θέλει
- όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
- το ΄χω!: (ανεπίσημο) θα τα καταφέρω, μπορώ
- έχει σώας τας φρένας : (επίσημο) είναι ψυχικά υγιής, είναι νουνεχής
- τα έχω τετρακόσια: (προφορικό, ειρωνικό) έχει πνευματική διαύγεια
- Τι έχουμε εδώ; (μεταφορικά) Τι γίνεται / συνέβη εδώ;
- δι' ἡσυχίας εἰμί: είμαι ήσυχος, ησυχάζω
- ἐν τῇ ἡσυχία: στην ειρήνη (αντίθετη έκφραση: ἐν τῷ πολέμῳ, στον πόλεμο)
- ἐν ἡσυχίᾳ εἰμί: βρίσκομαι σε ειρήνη
- ἐν ἡσυχίᾳ ἔχω τι: δεν λέω τίποτε, σιωπώ για κάτι
- ἐν ἡσυχίᾳ διατρίβω: παραμένω ήσυχος
- ἡσυχίαν ἄγω ή ἡσυχίαν ἔχω: αδρανώ, αναπαύομαι, σιωπώ, ηρεμώ, είμαι γαλήνιος, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης
- καθ' ἡσυχίαν: σε ανάπαυση (αντίθετη έκφραση: διὰ σπουδῆς)
- μεθ' ἡσυχίας: ήσυχα
- καινά δαιμόνια: νέες ιδέες που προκαλούν
- Ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἓταιρα δὲ καινὰ δαιμόνια, τούς τε νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.
- έχει ο καιρός γυρίσματα : η ζωή έχει πολλές μεταβολές κι εκπλήξεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες
- (παροιμία) καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια : καθετί συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή
- (παροιμία) κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) : για καθετί υπάρχει η κατάλληλη χρονική στιγμή για να πραγματοποιηθεί
- μια φορά κι έναν καιρό : κάποτε (στερεότυπη φράση με την οποία αρχίζουν τα παραμύθια)
- ο καιρός γαρ εγγύς: ο καιρός πλησιάζει
- ο καιρός είναι γιατρός : με το πέρασμα του χρόνου κάθε ψυχικός πόνος μειώνεται
- περνάω τον καιρό (μου) : ασχολούμαι με κάτι
- τον κακό σου τον καιρό! : ανάθεμα
- του καλού καιρού : πάρα πολύ / πολύ βαθιά
- κοιμάται του καλού καιρού
- ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει
- και καλά: δήθεν, τάχαμου
- καλά να πάθω: ό,τι έπαθα ήταν από δικό μου φταίξιμο
- να είσαι καλά (να είστε/'σαι/'στε καλά): παρακαλώ (σε απάντηση στο ευχαριστώ)
- πάλι καλά: ευτυχώς που δεν πάθαμε χειρότερα
- σώνει και καλά: οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο
- τα πάω καλάπροοδεύω, έχω επιτυχίες
- στα καλά καθούμενα: απρόσμενα/ξαφνικά
- σκάω (κάτω) σαν καρπούζι : πέφτω κάτω απότομα και με θόρυβο
- δε χωρούν δύο καρπούζια σε μία μασχάλη : δεν πρέπει κανείς να υπερεκτιμά τις δυνατότητές του, αναλαμβάνοντας ευθύνες πέρα από τις δυνάμεις του, γιατί τότε αποτυγχάνει
- μάπα το καρπούζι : για περιπτώσεις που κάτι αποδεικνύεται κατώτερο από το αναμενόμενο
- αστικό κλίμα : οι συνθήκες που επικρατούν στα μεγάλα αστικά κέντρα και χαρακτηρίζονται από αυξημένη συγκέντρωση πηγών ρύπανσης
- μπαίνω στο κλίμα]: αντιλαμβάνομαι τις συνθήκες και προσαρμόζομαι σε αυτές
- τεχνητό κλίμα : οι συνθήκες που δημιουργούνται με την παρέμβαση του ανθρώπου (π.χ. στα θερμοκήπια) ή με συσκευές (π.χ. στο σπίτι, στο γραφείο κ.λπ.)
- κόβει το μυαλό του, του κόβει: για κάποιον έξυπνο, εύστροφο (που έχει κοφτερό μυαλό)
- κόβει το μάτι του: για κάποιον που είναι παρατηρητικός ή/και διορατικός
- κόβω το τιμόνι δεξιά (ή αριστερά): στρέφω απότομα το τιμόνι προς μια διεύθυνση
- κόβω δρόμο: ακολουθώ μια συντομότερη διαδρομή
- μου έκοψε τη χολή: με αιφνιδίασε και με τρόμαξε, με κοψοχόλιασε
- μου κόπηκαν τα ήπατα, μου κόπηκαν τα πόδια → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- κόβω λεφτά: εκδίδω νόμισμα (όπως κάνει το νομισματοκοπείο) · (μεταφορικά) έχω πολλά κέρδη
- κάτω κόσμος: ο Άδης, ο κόσμος των νεκρών
- Νέος Κόσμος
- πάνω κόσμος: ο κόσμος των ζώντων ανθρώπων
- Παλαιός Κόσμος
- Τρίτος Κόσμος
εκφράσεις για επεξεργασία
- από καταβολής κόσμου ή από κτίσεως κόσμου
- βουίζει ο κόσμος: έχει παρόμοια σημασία με τη φράση «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι»
- εγκαταλείπω (ή απαρνιέμαι) τον κόσμο: γίνομαι μοναχός ή μοναχή
- έρχεται ο κόσμος τα πάνω κάτω ή έρχεται ο κόσμος ανάποδα: γίνεται μεγάλη κοινωνική αναστάτωση
- έφαγα τον κόσμο / τρώω τον κόσμο ψάχνω (έψαξα) πολύ για να βρω (κάτι)
- ζω σε άλλον κόσμο είμαι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
- ζω στον κόσμο μου είβαι ξεκομμένος από την πραγματικότητα (δείτε και κοσμάρα)
- για τα μάτια του κόσμου: υποκριτικά, για να τηρηθούν τα προσχήματα
- για τίποτα στον κόσμο
- για όλο το χρυσάφι του κόσμου
- και τι στον κόσμο... : για να εκφράσουμε την επιθυμία να πραγματοποιηθεί κάτι δύσκολο
- κατά κόσμον
- κόσμος και κοσμάκης: μεγάλο πλήθος ανθρώπων
- κόσμος και ντουνιάς: μεγάλο πλήθος ανθρώπων
- ο κόσμος της νύχτας: ο υπόκοσμος
- με τίποτα στον κόσμο
- πάρε κόσμε περάστε κόσμε! προτροπή σε υποψήφιους αγοραστές να αγοράσουν προϊόντα
- ο μάταιος τούτος κόσμος
- πάρε κόσμε! περάστε κόσμε! προτροπή σε υποψήφιους αγοραστές να αγοράσουν προϊόντα
- πολίτης του κόσμου: πολίτης της παγκόσμιας κοινότητας
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι: προκαλώ αναστάτωση, φασαρία
- στον άλλο κόσμο: στον Άδη, στον κόσμο των νεκρών
- η συντέλεια του κόσμου: το τέλος του κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού
- τι θα πει ο κόσμος;
- τι μικρός, που είναι ο κόσμος: σε περίπτωση απρόσμενης συνάντησης
- τι σου είναι ο κόσμος! τι κακός και άδικος, που είναι ο κόσμος!
- του κόσμου τα καλά (με σημείωση για πολλές εκφράσεις με του κόσμου +ονομαστική πληθυντικού)
- του κόσμου τα λεφτά: μεγάλη ποσότητα χρημάτων
- του κόσμου τα ψέματα: πάρα πολλά ψέματα
- του κόσμου οι ανοησίες: πολλές ανοησίες
- φέρνω στον κόσμο: αποκτώ παιδί
- χαλάει ο κόσμος
παροιμίες
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται: ενώ γίνονται γεγονότα που επαπειλούν τη ζωή κάποιου, αυτός ασχολείται με πράγματα άσχετα και δευτερεύοντα
- ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι: (ειρωνικό) για κάποιον που νομίζει ότι είναι κάτοχος ενός μεγάλου μυστικού, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος.
- ο κουλουράς φωνάζει φρέσκα κουλούρια όταν κάποιος λέει παλαιότερα νέα ή όταν χρησιμοποιεί παλαιά γεγονότα για να υποστηρίξει τα λεγόμενά του
- θα σου φάω το κουλούρι ήπια, κυρίως, έκφραση απειλής (και αργκό: χυδαίο)
- αγκάθια έχει ο κώλος μου], παλούκια έχει ο κώλος μου για υπερκινητικό άνθρωπο
- αβγό να πέσει από τον κώλο του δε θα σπάσει για πολύ κοντό άνθρωπο
- άμα δε βρέξεις κώλο...(δεν τρως ψάρι): λέγεται για κάτι που δε γίνεται χωρίς προσπάθεια ή χωρίς τίμημα
- αν σου βαστάει ο κώλος αν τολμάς
- γίνανε κώλος λέγεται για άγριο τσακωμό
- κώλος και βρακί λέγεται για δύο ανθρώπους που συνδέονται στενά
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο για ασήμαντο άνθρωπο που νομίζει ότι έγινε σπουδαίος
- μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι όταν εκφέρουν άποψη ή ασκούν κριτική άνθρωποι που είναι άσχετοι με το θέμα ή είναι χαμηλής υπόληψης
- μου βγαίνει ο κώλος ή μου 'φυγε ο κώλος κουράστηκα πάρα πολύ
- ο κώλος του μυρίζει ποδαρίλα για πολύ κοντό άνθρωπο
- ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας ό,τι λάχει
- παίρνει ο κώλος μου αέρα
- παίρνει ο κώλος του φωτιά έπαθε ζημιά
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονείγια κάποιον που υποκρίνεται τον ανήμπορο ή τον άρρωστο
- στήνω κώλο υφίσταμαι ταπείνωση για να πετύχω κάτι
- χτυπάω τον κώλο μου στο τσιμέντο / που να χτυπάς τον κώλο σου στο τσιμέντο για κάτι ανέφικτο/μάταιο όσο κι αν το ποθείς/προσπαθείς
- στρώνω τον κώλο μου : κάτσε ήσυχα σε ένα μέρος, αφοσιώσου στη μελέτη
- Στρώσε τον κώλο σου και διάβασε!
- τα θέλει ο κώλος μου, τον τρώει ο κώλος του προκαλεί, πάει γυρεύοντας για μπελάδες
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους λέγεται όταν μια κατάσταση είναι πάνω από τις δυνατότητες κάποιου
- μου κόβουν τον κώλομ του έκοψαν τον κώλο του έκοψαν το θάρρος, τον τρομοκράτησαν
- μου έπιασαν τον κώλο τον εκμεταλλεύτηκαν, π.χ. πλήρωσε κάτι παραπάνω από την πραγματική του αξία
- του κώλου για κάτι που δε θεωρείται αξιόπιστο, σοβαρό ή της προκοπής
- λόγια του κώλου, ιδεολογία του κώλου, ομάδα του κώλου κ.λπ.
- του κώλου τα εννιάμερα(υβριστικά, χυδαία): για κάτι ανάξιο λόγου
- χτυπάω τον κώλο μου κάτω καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για κάτι
- άσπρο κώλο που 'χει η νύφη να 'χαμαν και μεις οι γύφτοι έκφραση ζήλειας για κάτι δύσκολα/απίθανα εφικτό με ταυτόχρονη μια παραδοχή της αδυναμίας αυτής - μια κάποια μοιρολατρεία
- οι μεγάλοι κώλοι βγάζουν και μεγάλες κουράδες όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά
- για κώλους θα μιλάμε; μην μιλάς για ασήμαντα άτομα ή θέματα
- εμπρός - λαέ - μη σκύβεις το κεφάλι - στήσ' απλά τον κώλο σου να φας καυλί και πάλι (σκωπτικοί συνθηματικοί στίχοι από θεατρική επιθεώρηση)
- βάζω τα λεφτά στον κώλο έκφραση εναντίον πλουσίου ή κλέφτη, επίσης και: θα σου βάλω/χώσω τα λεφτά στον κώλο
- χέζει ο κώλος μου λεφτά έχει πολλά λεφτά, πάνε καλά οι δουλειές του
- τον κώλο τον έχουμε για να χέζουμε μην κάνεις πρωκτικό σεξ
- κόβω λάσπη : φεύγω γρήγορα και κρυφά, το σκάω
- είμαι λάσπη: δεν κάνω τίποτα, από κούραση, εξάντληση ή βαρεμάρα
- βλέπω άσπρη μέρα: μέρα χαράς, μέρα χωρίς δυσκολίες και στενοχώριες
- δε βλέπω τη μέρα: ανυπομονώ
- η μέρα με τη νύχτα: για ανόμοια ή αντίθετα πράγματα
- κι αύριο μέρα είναι: για κάτι που μπορεί να συνεχιστεί ή να ολοκληρωθεί και την επομένη
- με βρίσκει η μέρα: ξημερώνω
- μέρα μεσημέρι: καταμεσήμερο
- μέρα παρά μέρα: κάθε δεύτερη μέρα
- ※ μέρα παρά μέρα, η Άννα πήγαινε στο ταχυδρομείο. ((Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα]))
- μέρα με τη μέρα
- μετρώ τις μέρες: ανυπομονώ
- μια μέρα και μια μέρα των ημερών: κάποτε
- όσο είναι μέρα: πριν βραδιάσει
παροιμίες
- η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά
- είμαι μέσα συμφωνώ να γίνει
- κάνω μέσα εκτίω ποινή στη φυλακή
- μέσα απ' τα δόντια χωρίς καλή άρθρωση // με χαμηλή ένταση φωνής
- μέσα είμαι το βρήκες, σωστά τα λες, έτσι έγινε
- μέσα μου στην ψυχή μου, ενδόμυχα
- μπαίνω μέσα έχω κόστος μεγαλύτερο από τα έσοδα
- πέφτω μέσα προβλέπω σωστά
- στα μέσα και στα έξω με πρόσβαση σε πρόσωπα ή χώρους // με μεγάλη επιρροή
- το έχω μέσα μου είναι στη φύση μου, έχω κάτι έμφυτο
- γίνομαι μουνί περιήλθα σε άθλια κατάσταση, συνήθως από νερό/βρέξιμο
- ⮡ μας έπιασε βροχή στο δρόμο και γίναμε μουνί
- τα κάνω μουνί έκανα μεγάλο σφάλμα με σοβαρές επιπτώσεις
- ≈ συνώνυμα: χυδαίο: τα έκανα κώλο, μη χυδαίο: τα έκανα θάλασσα
- έλα μουνί στον τόπο σου: για κάτι ανήκουστο/πρωτοφανές
- [[μουνί καπέλο] άθλια κατάσταση
- στο μουνί μου : χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, (αντίστοιχο του αντρικού "στ' αρχίδια μου") για να δηλώσει αδιαφορία
- το μουνί σέρνει καράβι μία γυναίκα εύκολα μπορεί να κάνει έναν άνδρα να εγκαταλείψει κάθε ασχολία του ακόμα και κάτι που ήταν πριν δύσκολο να κάνει αυτός
- ⮡ ο Γιωργάκης παράτησε την ιατρική και έφυγε στο Παρίσι με τη φιλενάδα του, την οποία θα παντρευτεί. Βλέπεις, το μουνί σέρνει καράβι
- μουνί της λάσπης ύπουλος/πετυχαίνει σκοπούς με δόλια μέσα
- ξυρισμένο μουνί : κάποιος που κόπηκε στο ξύρισμα/κακοκουρεμμένος
- (γαμώ) το μουνί της μάνας σου! γαμώ το μουνί που σε πέταγε! βρισιά, εκδήλωση βίαιης επιθετικότητας
- εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται : για άνθρωπο ο οποίος δεν ασχολείται με κάποιο σημαντικό πρόβλημα, αλλά με ασήμαντα γεγονότα
- βγάζει από τη μύγα ξίγκι: βγάζει με το ζόρι κέρδος από ανεπικερδή δραστηριότητα
- δε δέχεται / δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του : δεν ανέχεται την παραμικρή ενόχληση
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: αναφέρεται σε άνθρωπο που έλαβε κάποια θέση και στη συνέχεια επιδεικνύει υπεροπτικό ύφος
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι : επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο
- όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται: όποιος είναι υπεύθυνος ή ένοχος για κάτι θεωρεί πως το καθετί που λέγεται ή γίνεται τον αφορά και θα τον αποκαλύψει
- σαν τη μύγα μες στο γάλα:
- όταν ξεχωρίζει καταφανώς κάποιος από το περιβάλλον
- είπα να φορέσω ένα επίσημο φόρεμα, αλλά μόλις φτάσαμε και είδα τι φορούσαν οι άλλοι ένοιωσα σαν τη μύγα μες στο γάλα
- όταν είναι εμφανέστατη η διαφορά μεταξύ δύο προσώπων ή καταστάσεων:
- Η Νίκη είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα σε σχέση με την αδερφή της: η μία είναι πολύ άτακτη ενώ η άλλη είναι ήσυχη.
- όταν ξεχωρίζει καταφανώς κάποιος από το περιβάλλον
- σαν τις μύγες : μεγάλο πλήθος ανθρώπων
- χάφτει μύγες: περνάει την ώρα του άπρακτος, ο οκνηρός.
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: για ασήμαντο άνθρωπο που νομίζει ότι έγινε σπουδαίος.
- βασιλική οδός: ο δρόμος που προορίζεται για ένα βασιλιά
- δεν υπάρχει βασιλική οδός προς τη γεωμετρία : η απάντηση που λέγεται πως έδωσε ο Ευκλείδης στον Πτολεμαίο Α΄, όταν εκείνος τον ρώτησε ποιος είναι ο εύκολος τρόπος για να μάθει τη γεωμετρία
- δια της πλαγίας οδού, δια της τεθλασμένης οδού: χρησιμοποιώντας πλάγια μέσα
- εν μέση οδώ: μες στη μέση του δρόμου
- (είμαι) καθ' οδόν: ακόμα προχωρώ, πορεύομαι, δεν έχω φτάσει στον προορισμό μου
ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ να γίνουν λήμματα, να μπουν σε αλφαβητική σειρά
- δεν παίρνω χαμπάρι
- (ευχαριστώ, αλλά) δεν θα πάρω: σχετικά πιο ευγενικός τρόπος για να εκφράσουμε τη διαφωνία μας
- παίρνω θέση: αποφασίζω για κάποιο θέμα, σχηματίζω γνώμη
- τα άλλα μέλη της ομάδας ψήφισαν κιόλας, και ακόμη να πάρει θέση ο Α.
- παίρνει ο κώλος μου αέρα
- παίρνουν τα μυαλά μου αέρα
- παίρνω αέρα
- παίρνω την πρωτοβουλία: κάνω το πρώτο βήμα, κάνω μια κίνηση χωρίς να περιμένω έγκριση από κάποιον
- τα παιδιά της δ' τάξης πήραν την πρωτοβουλία να στείλουν επιστολή στο δήμαρχο
- να σε πάρει και να σε σηκώσει!
- με παίρνει: μπορώ, έχω περιθώριο, υπάρχει η δυνατότητα
- δεν μας παίρνει να κάνουμε πίσω τώρα
- με παίρνει ο ύπνος: αποκοιμάμαι
- παρόλο που πέρασε μια πολύ κουραστική μέρα, εκείνο το βράδυ δεν τον πήρε ο ύπνος
- παίρνω στο τηλέφωνο: κάνω κλήση, τηλεφωνώ
- κάθε μέρα τον παίρνει στο τηλέφωνο -- στις 8 το πρωί -- απλώς για να ακούει τη φωνή του
- παίρνω μπρος: (για μηχανή ή συσκευή) ανοίγω, ξεκινώ
- κάτι χάλασε στο μηχανισμό και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος.
- τα παίρνω πίσω: αναιρώ κάτι που είπα, το ακυρώνω
- τα παίρνει πίσω η αντιπολίτευση, δεν θα υποστηρίξει το νομοσχέδιο
- παίρνω φόρα:
- απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
- Για να πηδήξω ψηλά, πρέπει να πάρω φόρα.
- (μεταφορικά) αποκτώ έντονη παρόρμηση επειδή πέτυχα διάφορους στόχους μου
- Ο μαθητής πήρε φόρα, τελευταία όλα τα γραπτά του είναι άριστα.
- απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
- (που) να (με) πάρει ! (η ευχή / ο διάολος): χρησιμοποιείται για να δείξει θυμό, αγανάκτηση ή απογοήτευση για κάτι που δεν έγινε όπως θα θέλαμε
- τα παίρνω (στο κρανίο): εκνευρίζομαι, θυμώνω
- Να μην ακούω τέτοια γιατί θα τα πάρω!
- παίρνω είδησηOK / πρέφα / χαμπάρι: αντιλαμβάνομαι ότι συνέβη κάτι / δεν παίρνω χαμπάρι
- Να βρεις μια καλή κρυψώνα για να μην σε πάρει χαμπάρι.
- παίρνω σβάρνα
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός
- παίρνω τοις μετρητοίς
- η περίοδος / εποχή των παχιών αγελάδων
- [[παχιά λόγια : πομπώδεις κι εντυπωσιακές εκφράσεις, που όμως δε σχετίζονται με την πραγματικότητα
- ἐπί πρύμναν ἀνακρούομαι: κάνω το πλοίο να οπισθοχωρήσει χωρίς να στραφεί, οπισθοχωρώ, υποχωρώ
- ανακαλύπτω πυρίτιδα: (ειρωνικό) πιστεύω πως έκανα κάτι σπουδαίο ή πρωτότυπο, ενώ έκανα κάτι συνηθισμένο ή τετριμμένο
- σηκώνω το τραπέζι: μαζεύω τα πιάτα από το τραπέζι μετά το φαγητό
- σηκώνω (το) χέρι (σε κάποιον): χτυπάω ή απειλώ να χτυπήσω (κάποιον)
- σηκώνω το χέρι: ζητάω τον λόγο, ζητάω να μιλήσω
- σηκώνω κεφάλι: σταματάω να υπακούω
- δε σηκώνω κεφάλι: κάνω κάτι χωρίς περισπασμούς
- (ανα)σηκώνω τους ώμους: για ένδειξη άγνοιας ή αδιαφορίας
- σηκώνω λίγο ακόμα, -η: α. χωράω κι άλλο, β. μου ταιριάζει γευστικά-αρωματικά κτλ. κι άλλο / λίγο περισσότερο
- σιδηρούν παραπέτασμα: το ανατολικό μπλοκ, η ομάδα των κομμουνιστικών χωρών την εποχή του ψυχρού πολέμου
- Σιδηρά Κυρία: ψευδώνυμο της βρετανής πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ
- επί σκηνής: πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης
- ελεύθερος συνειρμός]: ψυχαναλυτική μέθοδος κατά την οποία ο ασθενής διατυπώνει όλες τις σκέψεις που περνούν από το νου, είτε με αφορμή μια λέξη, έναν αριθμό, μια εικόνα ή κάθε άλλη παράσταση είτε αυθόρμητα
- σε τεντωμένο σχοινί: επικίνδυνη κατάσταση ή κατάσταση που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς
- στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί: λέγεται όταν κάποιος αναφέρεται σε κάτι που στην παρούσα στιγμή μπορεί να προσβάλλει ή απλά να θίξει ή όταν θέλουμε να υπονοήσουμε πως κάποιος κατηγορεί κάποιον για πράξεις που έχει κάνει και ο ίδιος ή για κάτι που είναι ταμπού στην προκείμενη κατάσταση
- το έδεσε (ή το πάει ή το πήρε) σχοινί-κορδόνι: λέγεται για κάποιον που επαναλαμβάνει με ενοχλητικό τρόπο κάτι
- του σχοινιού και του παλουκιού: λέγεται για άνθρωπο του υποκόσμου
- τραβάω ή παρατραβάω ή τεντώνω το σχοινί: εξωθώ μια κατάσταση στα άκρα
- σκοτώνω την ώρα μου: κάνω κάτι απλώς για να περάσει η ώρα
- ανοίγω το στόμα μου: αρχίζω να μιλώ
- μιλώ
- ⮡ μπορεί να καθίσει ώρες ολόκληρες χωρίς να ανοίξει το στόμα του
- ⮡ όποιος ανοίξει το στόμα του, θα φάει ξύλο!
- (μεταφορικά) λέω κουτσομπολιά ή βρισιές
- ⮡ αλίμονό μας αν ανοίξει το στόμα της, ποιος τη σταματάει!
- μιλώ
- από στόματος: από μνήμης
- βάζω κάτι στο στόμα μου : τρώω κάτι
- ⮡ μικροί, είμασταν πολύ φτωχοί, ίσα ίσα είχαμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας
- γλυτώνω από το στόμα του λύκου: ξεφεύγω από άμεσο κίνδυνο
- γλυτώνω από του χάρου το στόμα : ξεφεύγω από θανάσιμο κίνδυνο
- κλείνω / βουλώνω το στόμα κάποιου :
- τον διακόπτω ενώ μιλά (συνήθως με προσβλητικό τρόπο)
- φέρνω τέτοια επιχειρήματα που τον αναγκάζουν να σταματήσει να μιλά
- με μισό στόμα: χωρίς να το θέλω πραγματικά
- ⮡ συμφώνησε με μισό στόμα
- μ' ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα
- ⮡ όλοι μαζί, μ' ένα στόμα, μια φωνή, φώναξαν: «Ζήτω!»
- με το στόμα ανοιχτό / με ανοιχτό το στόμα: με έκπληξη, με εντυπωσιασμό, με απορία
- αφήνω με το στόμα ανοιχτό: εντυπωσιάζω
- μένω με το στόμα ανοιχτό: εντυπωσιάζομαι, → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- μένω με το δάχτυλο στο στόμα : περιμένω κάποιον για πολλή ώρα
- πέφτω στο στόμα του λύκου: πέφτω σε παγίδα
- στόμα απύλωτο: άνθρωπος που διαδίδει ψεύδη εις βάρος κάποιου
- το πήρες από το στόμα μου : ετοιμαζόμουν να το πω και το είπες πριν
- στο στόμα μου το έχω:
- δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τη λέξη
- είμαι έτοιμος να ξεστομίσω κάτι
- κολλάω (κάποιον) στον τοίχο : αποστομώνω
- στήνω (κάποιον) στον τοίχο :
- τοίχο-τοίχο : για κάποιον που περπατά προσεχτικά, ακουμπώντας στον τοίχο
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο : μετανιώνω
- ανοίγει η τύχη μου : γίνομαι τυχερός, μετά από ένα διάστημα ατυχίας
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει : ο τυχερός έχει επιτυχίες στη ζωή
- αναζητώ καλύτερη τύχη : αναζητώ καλύτερες συνθήκες
- από τύχη : τυχαία
- αφήνω τα πράγματα στη τύχη τους : δεν παρεμβαίνω στην εξέλιξη μιας υπόθεσης
- αφήνω / εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του : αδιαφορώ για κάποιον που βρίσκεται -μάλλον- σε δύσκολη κατάσταση
- για καλή μου τύχη : ευτυχώς για μένα
- ενώνομε τις τύχες μας : αποφασίζομε να ζήσομε μαζί ή να προσπαθήσομε μαζί για κάτι
- έχω την τύχη με το μέρος μου : είμαι τυχερός
- κάνω την τύχη μου : πετυχαίνω καλή ζωή
- (κάποιος / κάτι) δεν έχει (καμία) τύχη : (κάποιος/κάτι) δεν έχει προοπτικές επιτυχίας
- (κάποιος) κοιμάται και η τύχη του δουλεύει : κάποιος έχει ευνοϊκές εξελίξεις χωρίς να προσπαθήσει ή χωρίς να το γνωρίζει
- κατά τύχη : τυχαία
- κρατώ στα χέρια την τύχη κάποιου : με τις αποφάσεις και τις πράξεις μου καθορίζω τη ζωή και την εξέλιξη κάποιου
- λέω την τύχη : προβλέπω το μέλλον
- η τύχη γύρισε την πλάτη της σε κάποιον : κάποιος είχε κακοτυχία
- η τύχη παίζει σε κάποιον άσχημο παιχνίδι : όταν μια κατάσταση έχει δυσμενή κατάληξη, μολονότι εξελισσόταν θετικά
- η τύχη χαμογελά σε κάποιον : κάποιος έχει καλοτυχία
- στην τύχη : χωρίς προγραμματισμό ή γνώση
- της τύχης τα γραμμένα : όσα υποτίθεται ότι καθορίζει η μοίρα
- τύχη αγαθή (τύχῃ ἀγαθῇ) : ευτυχώς
- τύχη βουνό : πολύ μεγάλη ευνοϊκή συγκυρία
- χαρά στην τύχη του! : είναι πολύ τυχερός!
- φανός θυέλλης (υαλόφρακτος για να μην σβήνει η εσωτερική λυχνία από τον αέρα ή το νερό)
- φανός πέδησης (τα πίσω φώτα που ανάβουν όταν φρενάρει το όχημα)
- φανοί πορείας (κλίμακα στα φώτα, στους προβολείς του αυτοκινήτου)
- φανοί ομίχλης (τα φώτα ομίχλης στο αυτοκίνητο αλλά και σε φορητά φανάρια για παρόμοιες συνθήκες)
- φανοί λιμένος (οι φάροι στα λιμάνια)
- μετά φανών και λαμπάδων: πανηγυρικά, αλλά συνήθως με ειρωνική διάθεση, από τους παλαιού τύπου επίσημους φανούς που περιβάλλονταν από γυαλί
- κατηγορία φτερού
- φτερό στον άνεμο
- ανοίγω τα φτερά μου, απλώνω τα φτερά μου'
- βάζω φτερά (στα πόδια μου): ενεργώ πολύ γρήγορα
- βγάζω φτερά: ενεργώ πολύ γρήγορα
- κάνω φτερά: (κυρίως για πράγματα) εξαφανίζομαι, χάνομαι, κλέβομαι
- κόβω τα φτερά σε κάποιον
- (κάνω κάτι) φύλλο και φτερό
- χάνω τα ίχνη κάποιου: δεν έχω πια επικοινωνία μαζί του, δεν ξέρω πού βρίσκεται
- χάνω τη ζωή μου
- χάνω αέρα: (μεταφορικά, ειρωνικό, μειωτικό) είμαι μειωμένης διανοητικής αντίληψης (έχει την ίδια σημασία με την έκφραση χάνω λάδια), (κυριολεκτικά) (για ελαστικά, σαμπρέλες, σωλήνες) έχω διαρροή αέρα
- (από) δεύτερο χέρι
- από πρώτο χέρι
- από χέρι σε χέρι : δίνοντας ο ένας στον άλλο, σε μια αλυσίδα ανθρώπων
- βάζω/δίνω ένα χέρι βοήθειας ή βάζω/δίνω ένα χεράκι : προσφέρω βοήθεια
- βάζω χέρι (σε κάποιον): κάνω σε κάποιον παρατήρηση, επιτιμώ καποιον
- βάζω χέρι σε κάποιαν: κάνω άσεμνες χειρονομίες, αγγίζω σεξουαλικά κάποιαν χωρίς τη συγκατάθεσή της
- βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο / βάζω το χέρι μου στη φωτιά : έχω απόλυτη βεβαιότητα για ό,τι λέω, ορκίζομαι
- βαρύ χέρι : για κάποιον που έχει μεγάλη δύναμη, όταν χτυπάει κάποιον άλλο
- γεια στα χέρια σου! : έκφραση ικανοποίησης
- δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι : έκφραση απογοήτευσης για κάτι που έκανα και το μετάνιωσα
- δένω τα χέρια κάποιου : περιορίζω τις ενέργειες κάποιου, τη δυνατότητά του να ενεργήσει όπως θέλει
- δώσαμε/σφίξαμε τα χέρια : τα "βρήκαμε", συμφιλιωθήκαμε, συμφωνήσαμε πάνω σε κάτι
- γλιτώνω από τα χέρια κάποιου : ξεφεύγω από την εξουσία κάποιου
- ελαφρύ χέρι : ανεπαίσθητο άγγιγμα
- έρχομαι στα χέρια : τσακώνομαι
- έχω μόνο δύο χέρια! : σε περιπτώσεις που κάποιος δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που έχουν οι άλλοι από αυτόν
- έχω το πάνω χέρι : έχω τον έλεγχο μιας κατάστασης
- ζητώ την χείρα, ζητάω το χέρι : κάνω πρόταση γάμου
- κάθομαι με σταυρωμένα χέρια : μένω άπρακτος
- κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει
- κάτω / κοντά τα χέρια σου! : μη με αγγίζεις!
- λύνω τα χέρια κάποιου : βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
- μακρύ χέρι : η τάση κάποιου να κλέβει
- με το σταυρό στο χέρι (με εντιμότητα, τίμια)
- με το χέρι στην καρδιά (με ειλικρίνεια)
- παίρνω κάποιον από το χέρι : καθοδηγώ
- πέφτω στα χέρια κάποιου (υποδουλώνομαι, κυριεύομαι, βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου)
- πιάνουν τα χέρια μου (είμαι επιδέξιος)
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον) : για πανηγυρισμό
- σηκώνω τα χέρια (ψηλά) : παραιτούμαι από τις προσπάθειές μου
- το ένα χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο
- του τραβάω ένα ξύλο, του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
- χεράκι χεράκι
- χέρι χέρι
- χέρι-χεράκι
- ψηλά τα χέρια!
- χρόνια και ζαμάνια: έχει περάσει πολύς καιρός
- να 'χα τα χρόνια σου: μακάρι να ήμουν νέος σαν κι εσένα
- χρόνια πολλά: ευχή που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι σε μια μεγάλη γιορτή ή δίνουν σε κάποιον που έχει την ονομαστική του εορτή ή γενέθλια
- εκτός τόπου και χρόνου
- εν ευθέτω χρόνω (ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ) : στην κατάλληλη στιγμή στο μέλλον
- ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος
- και του χρόνου!
- κακό χρόνο να 'χεις
- (μας) άφησε χρόνους: απεβίωσε
- Η θεια από το χωριό είχε αφήσει χρόνους, αφού του κάκου γύρευε ως τα τελευταία να πάει κοντά της μια απ’ τις ανεψιές. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
- σε ανύποπτο χρόνο
- συν τω χρόνω (σὺν τῷ χρόνῳ) : με τον καιρό, με το πέρασμα του χρόνου
- το πλήρωμα του χρόνου: όταν έρθει ο καιρός
- ο χρόνος είναι χρήμα : ο χρόνος είναι πολύτιμος
- χρόνου φείδου: μη σπαταλάς το χρόνο σου
- και → δείτε εκφράσεις με τη λέξη χρονιά & με τη λέξη χρόνια
ΑΡΧΑΙΑ
- οὐ χρόνῳ : τώρα!, αμέσως
- Χρόνος, ὁ πάντων πατὴρ (Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις 2.15)
- ὅ τ᾽ ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις 10.54)
- ἄνακτα τόν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων (Πίνδαρος, Αποσπασμάτια @books.google)
- ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος (Πίνδαρος, Αποσπασμάτια @books.google)