Sarri.greekσυζήτηση - help:βοήθεια - mygoogle - PAWS - ref@en.wikt - fonts@en - audio@en - ετυμολογία - μοντέλα - λεξικογραφία -  
εργασίες - lab - εκφρ - tAr - t4.t5 - mS.tS - menu - ΣΥΖ&ΒΚΔΜ

Εκφράσεις από λήμματα που ήταν bold+εξήγηση, και πρέπει επειγόντως να λημματοποιηθούν. Επίσης χρειάζεται

  • Σύνδεσμοι με τα συστατικά τους στοιχεία.
  • Αν υπάρχουν πολλά συνώνυμα ή ισοδύναμες φράσεις, πρέπει να επιλέξουμε κάπου να βάλουμε όλα τα συνώνυμα π.χ. στο τρομάζω μπήκαν όλα τα περιφραστικά.


! Σας ευχαριστώ κύριε ☏ Nikos1nikos1 για τη δημιουργία τόσων πολλών σελίδων!!

  • το μη χείρον βέλτιστον : για περιπτώσεις που αποδεχόμαστε μια κατάσταση όχι πολύ θετική, με το επιχείρημα ότι αποφεύγομε κάτι που θα μπορούσε να είναι εντελώς επιζήμιο.
  • αβγά σού καθαρίζουν; : γιατί γελάς χωρίς λόγο;
  • ακόμη δε βγήκε από το αβγό: για κάποιον που δεν έχει αποκτήσει ακόμη αρκετές εμπειρίες, αλλά συμπεριφέρεται σαν τα ξέρει όλα
  • η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα; : η δυσκολία προσδιορισμού της αρχικής κατάστασης, η αναζήτηση του αρχικού αιτίου
     συνώνυμα: φαύλος κύκλος
  • κάθομαι στ' αβγά μου : δεν εμπλέκομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν
  • τον πήραν με τα αβγά: τον αποδοκίμασαν, ρίχνοντας του αβγά
  • σιγά τ' αβγά (να μη σπάσουν) : για να υποβαθμιστεί η σπουδαιότητα προσώπου ή κατάστασης
  • το αβγό του Κολόμβου : η εύκολη κι ευφυής λύση ενός προβλήματος, που αρχικά έμοιαζε άλυτο, αλλά εκ των υστέρων αποδεικνύεται απλό
  • χάνω τ' αβγά και τα καλάθια / πασχάλια : χάνω ό,τι έχω // μπερδεύομαι, παθαίνω σύγχυση
  • αβγό να πέσει από τον κώλο του δε θα σπάσει: για πολύ κοντό άνθρωπο.



ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ επείγον

  • [άνοιξε η γη και τον κατάπιε : για κάποιον που έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς
  • γην και ύδωρ (απαιτώ / προσφέρω) : παράδοση άνευ όρων
  • Γη της Επαγγελίας : ο νοητός επίγειος παράδεισος // η προσδοκώμενη εκπλήρωση των ελπίδων κάποιου
  • δεν πατάει στη γη : αεροβατεί, δεν έχει συναίσθηση
  • κινώ γη και ουρανό : κάνω τα αδύνατα δυνατά, καταβάλλω κάθε προσπάθεια
  • μάνα γη : η περιοχή ή η χώρα καταγωγής
  • να ανοίξει η γη να (με) καταπιεί : για κάποιον που από μεγάλη ντροπή δε θέλει να βλέπει άλλους ή νομίζει ότι δεν αξίζει να ζει
  • όπου γης : σε οποιαδήποτε περιοχή της γης
  • όπου γης και πατρίς : για κάποιον που θεωρεί πατρίδα του κάθε μέρος όπου περνάει καλά
  • στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα : για κάτι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αλλά που συμβαίνει αναπάντεχα
  • η τακτική της καμένης γης: η καταστροφή των σπαρτών από έναν στρατό που υποχωρεί, ώστε να μη βρει τίποτα χρήσιμο ο εχθρός που προελαύνει
  • χάνομαι από προσώπου γης: εξαφανίζομαι, κανείς δεν μπορεί να με βρει
  • βάζω το δάχτυλό μου: παρεμβαίνω σε μια υπόθεση χωρίς να έχω αρμοδιότητα
  • κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου: προσπαθώ να κρύψω κάτι που όλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν
  • μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού): είναι πάρα πολύ λίγοι / λίγες / λίγα
  • όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα: όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι
  • παίζω κάτι στα δάχτυλα: γνωρίζω κάτι πολύ καλά
  • γλῶσσαν διοίσει: (μεταφορικά) θα μιλήσει
  • ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει: διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό συμφέρον
  • διαφέρει μοι: με ενδιαφέρει
  • οὐδέν διαφέρει: δεν έχει καμία διαφορά, είναι αδιάφορο
  • πλεῖστον διαφέρει: παρουσιάζει μεγάλη διαφορά, έχει μεγάλη σπουδαιότητα
  • βραχὺ διαφέρει: λίγο διαφέρει
  • διαφέρειν σκῆπτρα
  • οὐ διαφέρομαι: δεν με ενδιαφέρει


  • καινά δαιμόνια: νέες ιδέες που προκαλούν
    Ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἓταιρα δὲ καινὰ δαιμόνια, τούς τε νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.
  • έχει ο καιρός γυρίσματα : η ζωή έχει πολλές μεταβολές κι εκπλήξεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες
  • (παροιμία) καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια : καθετί συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή
  • (παροιμία) κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) : για καθετί υπάρχει η κατάλληλη χρονική στιγμή για να πραγματοποιηθεί
  • μια φορά κι έναν καιρό : κάποτε (στερεότυπη φράση με την οποία αρχίζουν τα παραμύθια)
  • ο καιρός γαρ εγγύς: ο καιρός πλησιάζει
  • ο καιρός είναι γιατρός : με το πέρασμα του χρόνου κάθε ψυχικός πόνος μειώνεται
  • περνάω τον καιρό (μου) : ασχολούμαι με κάτι
  • τον κακό σου τον καιρό! : ανάθεμα
  • του καλού καιρού : πάρα πολύ / πολύ βαθιά
κοιμάται του καλού καιρού
  • ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει


  • σκάω (κάτω) σαν καρπούζι : πέφτω κάτω απότομα και με θόρυβο
  • δε χωρούν δύο καρπούζια σε μία μασχάλη : δεν πρέπει κανείς να υπερεκτιμά τις δυνατότητές του, αναλαμβάνοντας ευθύνες πέρα από τις δυνάμεις του, γιατί τότε αποτυγχάνει
  • μάπα το καρπούζι : για περιπτώσεις που κάτι αποδεικνύεται κατώτερο από το αναμενόμενο
  • αστικό κλίμα : οι συνθήκες που επικρατούν στα μεγάλα αστικά κέντρα και χαρακτηρίζονται από αυξημένη συγκέντρωση πηγών ρύπανσης
  • μπαίνω στο κλίμα]: αντιλαμβάνομαι τις συνθήκες και προσαρμόζομαι σε αυτές
  • τεχνητό κλίμα : οι συνθήκες που δημιουργούνται με την παρέμβαση του ανθρώπου (π.χ. στα θερμοκήπια) ή με συσκευές (π.χ. στο σπίτι, στο γραφείο κ.λπ.)



παροιμίες


Στρώσε τον κώλο σου και διάβασε!
λόγια του κώλου, ιδεολογία του κώλου, ομάδα του κώλου κ.λπ.
  • κόβω λάσπη : φεύγω γρήγορα και κρυφά, το σκάω
  • είμαι λάσπη: δεν κάνω τίποτα, από κούραση, εξάντληση ή βαρεμάρα

παροιμίες

  • η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται
  • της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά


⮡  ο Γιωργάκης παράτησε την ιατρική και έφυγε στο Παρίσι με τη φιλενάδα του, την οποία θα παντρευτεί. Βλέπεις, το μουνί σέρνει καράβι


  • βγάζει από τη μύγα ξίγκι: βγάζει με το ζόρι κέρδος από ανεπικερδή δραστηριότητα
  • δε δέχεται / δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του : δεν ανέχεται την παραμικρή ενόχληση
  • έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: αναφέρεται σε άνθρωπο που έλαβε κάποια θέση και στη συνέχεια επιδεικνύει υπεροπτικό ύφος
  • θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι : επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο
  • όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται: όποιος είναι υπεύθυνος ή ένοχος για κάτι θεωρεί πως το καθετί που λέγεται ή γίνεται τον αφορά και θα τον αποκαλύψει
  • σαν τη μύγα μες στο γάλα:
    1. όταν ξεχωρίζει καταφανώς κάποιος από το περιβάλλον
      είπα να φορέσω ένα επίσημο φόρεμα, αλλά μόλις φτάσαμε και είδα τι φορούσαν οι άλλοι ένοιωσα σαν τη μύγα μες στο γάλα
    2. όταν είναι εμφανέστατη η διαφορά μεταξύ δύο προσώπων ή καταστάσεων:
      Η Νίκη είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα σε σχέση με την αδερφή της: η μία είναι πολύ άτακτη ενώ η άλλη είναι ήσυχη.
  • σαν τις μύγες : μεγάλο πλήθος ανθρώπων
  • χάφτει μύγες: περνάει την ώρα του άπρακτος, ο οκνηρός.
  • έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: για ασήμαντο άνθρωπο που νομίζει ότι έγινε σπουδαίος.
  • βασιλική οδός: ο δρόμος που προορίζεται για ένα βασιλιά
    δεν υπάρχει βασιλική οδός προς τη γεωμετρία : η απάντηση που λέγεται πως έδωσε ο Ευκλείδης στον Πτολεμαίο Α΄, όταν εκείνος τον ρώτησε ποιος είναι ο εύκολος τρόπος για να μάθει τη γεωμετρία
  • δια της πλαγίας οδού, δια της τεθλασμένης οδού: χρησιμοποιώντας πλάγια μέσα
  • εν μέση οδώ: μες στη μέση του δρόμου
  • (είμαι) καθ' οδόν: ακόμα προχωρώ, πορεύομαι, δεν έχω φτάσει στον προορισμό μου

ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ να γίνουν λήμματα, να μπουν σε αλφαβητική σειρά

  • δεν παίρνω χαμπάρι
  • (ευχαριστώ, αλλά) δεν θα πάρω: σχετικά πιο ευγενικός τρόπος για να εκφράσουμε τη διαφωνία μας
  • παίρνω θέση: αποφασίζω για κάποιο θέμα, σχηματίζω γνώμη
    τα άλλα μέλη της ομάδας ψήφισαν κιόλας, και ακόμη να πάρει θέση ο Α.
  • παίρνει ο κώλος μου αέρα
  • παίρνουν τα μυαλά μου αέρα
  • παίρνω αέρα
  • παίρνω την πρωτοβουλία: κάνω το πρώτο βήμα, κάνω μια κίνηση χωρίς να περιμένω έγκριση από κάποιον
    τα παιδιά της δ' τάξης πήραν την πρωτοβουλία να στείλουν επιστολή στο δήμαρχο
  • να σε πάρει και να σε σηκώσει!
  • με παίρνει: μπορώ, έχω περιθώριο, υπάρχει η δυνατότητα
    δεν μας παίρνει να κάνουμε πίσω τώρα
  • με παίρνει ο ύπνος: αποκοιμάμαι
    παρόλο που πέρασε μια πολύ κουραστική μέρα, εκείνο το βράδυ δεν τον πήρε ο ύπνος
  • παίρνω στο τηλέφωνο: κάνω κλήση, τηλεφωνώ
    κάθε μέρα τον παίρνει στο τηλέφωνο -- στις 8 το πρωί -- απλώς για να ακούει τη φωνή του
  • παίρνω μπρος: (για μηχανή ή συσκευή) ανοίγω, ξεκινώ
    κάτι χάλασε στο μηχανισμό και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος.
  • τα παίρνω πίσω: αναιρώ κάτι που είπα, το ακυρώνω
    τα παίρνει πίσω η αντιπολίτευση, δεν θα υποστηρίξει το νομοσχέδιο
  • παίρνω φόρα:
    • απομακρύνομαι από κάτι για να μπορέσω να επιταχύνω προς αυτό
      Για να πηδήξω ψηλά, πρέπει να πάρω φόρα.
    • (μεταφορικά) αποκτώ έντονη παρόρμηση επειδή πέτυχα διάφορους στόχους μου
      Ο μαθητής πήρε φόρα, τελευταία όλα τα γραπτά του είναι άριστα.
  • (που) να (με) πάρει ! (η ευχή / ο διάολος): χρησιμοποιείται για να δείξει θυμό, αγανάκτηση ή απογοήτευση για κάτι που δεν έγινε όπως θα θέλαμε
  • τα παίρνω (στο κρανίο): εκνευρίζομαι, θυμώνω
    Να μην ακούω τέτοια γιατί θα τα πάρω!
  • παίρνω είδησηOK / πρέφα / χαμπάρι: αντιλαμβάνομαι ότι συνέβη κάτι / δεν παίρνω χαμπάρι


  • σηκώνω το τραπέζι: μαζεύω τα πιάτα από το τραπέζι μετά το φαγητό
  • σηκώνω (το) χέρι (σε κάποιον): χτυπάω ή απειλώ να χτυπήσω (κάποιον)
  • σηκώνω το χέρι: ζητάω τον λόγο, ζητάω να μιλήσω
  • σηκώνω κεφάλι: σταματάω να υπακούω
  • δε σηκώνω κεφάλι: κάνω κάτι χωρίς περισπασμούς
  • (ανα)σηκώνω τους ώμους: για ένδειξη άγνοιας ή αδιαφορίας
  • σηκώνω λίγο ακόμα, -η: α. χωράω κι άλλο, β. μου ταιριάζει γευστικά-αρωματικά κτλ. κι άλλο / λίγο περισσότερο


  1. σιδηρούν παραπέτασμα: το ανατολικό μπλοκ, η ομάδα των κομμουνιστικών χωρών την εποχή του ψυχρού πολέμου
    Σιδηρά Κυρία: ψευδώνυμο της βρετανής πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ
  • επί σκηνής: πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης


  • ελεύθερος συνειρμός]: ψυχαναλυτική μέθοδος κατά την οποία ο ασθενής διατυπώνει όλες τις σκέψεις που περνούν από το νου, είτε με αφορμή μια λέξη, έναν αριθμό, μια εικόνα ή κάθε άλλη παράσταση είτε αυθόρμητα
  • σε τεντωμένο σχοινί: επικίνδυνη κατάσταση ή κατάσταση που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς
  • στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί: λέγεται όταν κάποιος αναφέρεται σε κάτι που στην παρούσα στιγμή μπορεί να προσβάλλει ή απλά να θίξει ή όταν θέλουμε να υπονοήσουμε πως κάποιος κατηγορεί κάποιον για πράξεις που έχει κάνει και ο ίδιος ή για κάτι που είναι ταμπού στην προκείμενη κατάσταση
  • το έδεσε (ή το πάει ή το πήρε) σχοινί-κορδόνι: λέγεται για κάποιον που επαναλαμβάνει με ενοχλητικό τρόπο κάτι
  • του σχοινιού και του παλουκιού: λέγεται για άνθρωπο του υποκόσμου
  • τραβάω ή παρατραβάω ή τεντώνω το σχοινί: εξωθώ μια κατάσταση στα άκρα


  • σκοτώνω την ώρα μου: κάνω κάτι απλώς για να περάσει η ώρα


  • ανοίγει η τύχη μου : γίνομαι τυχερός, μετά από ένα διάστημα ατυχίας
  • αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει : ο τυχερός έχει επιτυχίες στη ζωή
  • αναζητώ καλύτερη τύχη : αναζητώ καλύτερες συνθήκες
  • από τύχη : τυχαία
  • αφήνω τα πράγματα στη τύχη τους : δεν παρεμβαίνω στην εξέλιξη μιας υπόθεσης
  • αφήνω / εγκαταλείπω κάποιον στην τύχη του : αδιαφορώ για κάποιον που βρίσκεται -μάλλον- σε δύσκολη κατάσταση
  • για καλή μου τύχη : ευτυχώς για μένα
  • ενώνομε τις τύχες μας : αποφασίζομε να ζήσομε μαζί ή να προσπαθήσομε μαζί για κάτι
  • έχω την τύχη με το μέρος μου : είμαι τυχερός
  • κάνω την τύχη μου : πετυχαίνω καλή ζωή
  • (κάποιος / κάτι) δεν έχει (καμία) τύχη : (κάποιος/κάτι) δεν έχει προοπτικές επιτυχίας
  • (κάποιος) κοιμάται και η τύχη του δουλεύει : κάποιος έχει ευνοϊκές εξελίξεις χωρίς να προσπαθήσει ή χωρίς να το γνωρίζει
  • κατά τύχη : τυχαία
  • κρατώ στα χέρια την τύχη κάποιου : με τις αποφάσεις και τις πράξεις μου καθορίζω τη ζωή και την εξέλιξη κάποιου
  • λέω την τύχη : προβλέπω το μέλλον
  • η τύχη γύρισε την πλάτη της σε κάποιον : κάποιος είχε κακοτυχία
  • η τύχη παίζει σε κάποιον άσχημο παιχνίδι : όταν μια κατάσταση έχει δυσμενή κατάληξη, μολονότι εξελισσόταν θετικά
  • η τύχη χαμογελά σε κάποιον : κάποιος έχει καλοτυχία
  • στην τύχη : χωρίς προγραμματισμό ή γνώση
  • της τύχης τα γραμμένα : όσα υποτίθεται ότι καθορίζει η μοίρα
  • τύχη αγαθή (τύχῃ ἀγαθῇ) : ευτυχώς
  • τύχη βουνό : πολύ μεγάλη ευνοϊκή συγκυρία
  • χαρά στην τύχη του! : είναι πολύ τυχερός!


    1. φανός θυέλλης (υαλόφρακτος για να μην σβήνει η εσωτερική λυχνία από τον αέρα ή το νερό)
    2. φανός πέδησης (τα πίσω φώτα που ανάβουν όταν φρενάρει το όχημα)
    3. φανοί πορείας (κλίμακα στα φώτα, στους προβολείς του αυτοκινήτου)
    4. φανοί ομίχλης (τα φώτα ομίχλης στο αυτοκίνητο αλλά και σε φορητά φανάρια για παρόμοιες συνθήκες)
    5. φανοί λιμένος (οι φάροι στα λιμάνια)
  • μετά φανών και λαμπάδων: πανηγυρικά, αλλά συνήθως με ειρωνική διάθεση, από τους παλαιού τύπου επίσημους φανούς που περιβάλλονταν από γυαλί



  • χρόνια και ζαμάνια: έχει περάσει πολύς καιρός
  • να 'χα τα χρόνια σου: μακάρι να ήμουν νέος σαν κι εσένα
  • χρόνια πολλά: ευχή που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι σε μια μεγάλη γιορτή ή δίνουν σε κάποιον που έχει την ονομαστική του εορτή ή γενέθλια

ΑΡΧΑΙΑ