Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τα έχω τετρακόσια < από τα τετρακόσια δράμια που είχε η οκά

  Έκφραση επεξεργασία

τα έχω τετρακόσια

  • έχω στο ακέραιο τις διανοητικές ικανότητες, δεν έχω χαζέψει, ξέρω τι μου γίνεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία