σώας τας φρένας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίασώας τας φρένας < αιτιατική του θηλυκού του επιθέτου σώος + αιτιατική του ουσιαστικού φρένες < φρήν
- φράση της καθαρεύουσας που σημαίνει ότι κάποιος έχει πνευματική διαύγεια, δεν πάσχει από ψυχιατρικό νόσημα, ότι "είναι με τα καλά του", "έχει τα λογικά του", είναι ψυχικά υγιής