Ετυμολογία

επεξεργασία
κλέβομαι < παθητική φωνή του ρήματος κλέβω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλέ‐βο‐μαι

κλέβομαι, π.αόρ.: κλέφτηκα, μτχ.π.π.: κλεμμένος, (ενεργ.: κλέβω)

  1. → δείτε τις σημασίες του κλέβω
  2. (για ερωτικό ζευγάρι) ερωτευμένοι που φεύγουν από το σπίτι τους για να παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεση των οικογενειών τους
    ⮡  αγαπηθήκανε και κλεφτήκανε γιατί οι δικοί τους δεν την ήθελαν καθόλου αυτή τη σχέση