Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀράξᾱς ἀράξᾱσ τὸ ...?...ᾰν
      γενική τοῦ ἀράξᾰντος τῆς ἀραξᾱ́σης τοῦ ἀράξᾰντος
      δοτική τῷ ἀράξᾰντ τῇ ἀραξᾱ́σ τῷ ἀράξᾰντ
    αιτιατική τὸν ἀράξᾰντ τὴν ἀράξᾱσᾰν τὸ ...?...ᾰν
     κλητική ! ἀράξᾱς ἀράξᾱσ ...?...ᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀράξᾰντες αἱ ἀράξᾱσαι τὰ ἀράξᾰντ
      γενική τῶν ἀραξᾰ́ντων τῶν ἀραξᾱσῶν τῶν ἀραξᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἀράξᾱσῐ(ν) ταῖς ἀραξᾱ́σαις τοῖς ἀράξᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀράξᾰντᾰς τὰς ἀραξᾱ́σᾱς τὰ ἀράξᾰντ
     κλητική ! ἀράξᾰντες ἀράξᾱσαι ἀράξᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀράξᾰντε τὼ ἀραξᾱ́σ τὼ ἀράξᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀράξᾰ́ντοιν τοῖν ἀραξᾱ́σαιν τοῖν ἀραξᾰ́ντοιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «λύσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἀράξας, ἀράξασα, ἀράξαν

  Μετοχή επεξεργασία

ἀράξας, ἀράξασα, ἀράξαν

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἀράξας θηλυκό

  1. δωρικός και αιολικός τύπος : γενική ενικού του ἀράξα
  2. αιτιατική πληθυντικού του ἀράξα

  Πηγές επεξεργασία