Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< → δείτε τις λέξεις σηκώνω και χέρια

  Έκφραση επεξεργασία

σηκώνω τα χέρια

  • έκφραση που λέγεται κυρίως σε αδυναμία περαιτέρω ενέργειας είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω έκδηλης ματαιότητας
* "οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια, ότι ήταν δυνατόν να προσφέρουν το πρόσφεραν

  Μεταφράσεις επεξεργασία