ξημερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξημερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξημερώνω < ἐξημερώνω < ἐξ- + αρχαία ελληνική ἡμέρα + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξημερώνω, πρτ.: ξημέρωνα, στ.μέλλ.: θα ξημερώσω, αόρ.: ξημέρωσα, παθ.φωνή: ξημερώνομαι, μτχ.π.π.: ξημερωμένος
- (αμετάβατο) (στους παρελθοντικούς χρόνους) περνώ όλη τη νύχτα χωρίς να κοιμηθώ
- (κατ’ επέκταση) καθυστερώ πολύ
- άντε να φύγουμε επιτέλους γιατί ξημερώσαμε εδώ πέρα
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος μέχρι το ξημέρωμα
- (κατ’ επέκταση) προκαλώ σε κάποιον μεγάλη καθυστέρηση
- μας ξημέρωσε με την πολυλογία του
- (στο γ' ενικό) ξημερώνει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξημερώνω | ξημέρωνα | θα ξημερώνω | να ξημερώνω | ξημερώνοντας | |
β' ενικ. | ξημερώνεις | ξημέρωνες | θα ξημερώνεις | να ξημερώνεις | ξημέρωνε | |
γ' ενικ. | ξημερώνει | ξημέρωνε | θα ξημερώνει | να ξημερώνει | ||
α' πληθ. | ξημερώνουμε | ξημερώναμε | θα ξημερώνουμε | να ξημερώνουμε | ||
β' πληθ. | ξημερώνετε | ξημερώνατε | θα ξημερώνετε | να ξημερώνετε | ξημερώνετε | |
γ' πληθ. | ξημερώνουν(ε) | ξημέρωναν ξημερώναν(ε) |
θα ξημερώνουν(ε) | να ξημερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξημέρωσα | θα ξημερώσω | να ξημερώσω | ξημερώσει | ||
β' ενικ. | ξημέρωσες | θα ξημερώσεις | να ξημερώσεις | ξημέρωσε | ||
γ' ενικ. | ξημέρωσε | θα ξημερώσει | να ξημερώσει | |||
α' πληθ. | ξημερώσαμε | θα ξημερώσουμε | να ξημερώσουμε | |||
β' πληθ. | ξημερώσατε | θα ξημερώσετε | να ξημερώσετε | ξημερώστε | ||
γ' πληθ. | ξημέρωσαν ξημερώσαν(ε) |
θα ξημερώσουν(ε) | να ξημερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξημερώσει | είχα ξημερώσει | θα έχω ξημερώσει | να έχω ξημερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξημερώσει | είχες ξημερώσει | θα έχεις ξημερώσει | να έχεις ξημερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξημερώσει | είχε ξημερώσει | θα έχει ξημερώσει | να έχει ξημερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξημερώσει | είχαμε ξημερώσει | θα έχουμε ξημερώσει | να έχουμε ξημερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξημερώσει | είχατε ξημερώσει | θα έχετε ξημερώσει | να έχετε ξημερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξημερώσει | είχαν ξημερώσει | θα έχουν ξημερώσει | να έχουν ξημερώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξημερώνομαι | ξημερωνόμουν(α) | θα ξημερώνομαι | να ξημερώνομαι | ||
β' ενικ. | ξημερώνεσαι | ξημερωνόσουν(α) | θα ξημερώνεσαι | να ξημερώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξημερώνεται | ξημερωνόταν(ε) | θα ξημερώνεται | να ξημερώνεται | ||
α' πληθ. | ξημερωνόμαστε | ξημερωνόμαστε ξημερωνόμασταν |
θα ξημερωνόμαστε | να ξημερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξημερώνεστε | ξημερωνόσαστε ξημερωνόσασταν |
θα ξημερώνεστε | να ξημερώνεστε | (ξημερώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξημερώνονται | ξημερώνονταν ξημερωνόντουσαν |
θα ξημερώνονται | να ξημερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξημερώθηκα | θα ξημερωθώ | να ξημερωθώ | ξημερωθεί | ||
β' ενικ. | ξημερώθηκες | θα ξημερωθείς | να ξημερωθείς | ξημερώσου | ||
γ' ενικ. | ξημερώθηκε | θα ξημερωθεί | να ξημερωθεί | |||
α' πληθ. | ξημερωθήκαμε | θα ξημερωθούμε | να ξημερωθούμε | |||
β' πληθ. | ξημερωθήκατε | θα ξημερωθείτε | να ξημερωθείτε | ξημερωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξημερώθηκαν ξημερωθήκαν(ε) |
θα ξημερωθούν(ε) | να ξημερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξημερωθεί | είχα ξημερωθεί | θα έχω ξημερωθεί | να έχω ξημερωθεί | ξημερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξημερωθεί | είχες ξημερωθεί | θα έχεις ξημερωθεί | να έχεις ξημερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξημερωθεί | είχε ξημερωθεί | θα έχει ξημερωθεί | να έχει ξημερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξημερωθεί | είχαμε ξημερωθεί | θα έχουμε ξημερωθεί | να έχουμε ξημερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξημερωθεί | είχατε ξημερωθεί | θα έχετε ξημερωθεί | να έχετε ξημερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξημερωθεί | είχαν ξημερωθεί | θα έχουν ξημερωθεί | να έχουν ξημερωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξημερωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξημερωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξημερωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξημερωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξημερωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξημερωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξημερωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξημερωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξημερώνω
- (αμετάβατο) ξημερώνω
- (τριτοπρόσωπο, αμετάβατο) ξημερώνει
- ξενυχτάω ως το πρωί
- φθάνει το πρωί και είμαι ζωντανός
- (αμετάβατο, μέση διάθεση) ξημερώνομαι
- καθυστερώ ως το πρωί
- φθάνω κάπου το πρωί
- (μεταβατικό, νομικός όρος) κλητεύω, καλώ κάποιον στο δικαστήριο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξημερώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].