Ετυμολογία

επεξεργασία
ξημερώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξημερώνω < μεσαιωνική ελληνική ξημερώνω / εξημερώνω < εξ- + ημέρα + -ώνω < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksi.meˈɾo.no.me/

ξημερώνομαι

  1. με βρίσκει (σε καλή κατάσταση) το ξημέρωμα
  2. παραμένω ξάγρυπνος όλη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα
  3. έφαγα πολύ και έμεινα ξύπνια στη Τζια

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • να μην ξημερωθώ: να μην ζήσω, αν δεν είναι τα πράγματα όπως τα λέω
  • να μην ξημερωθείς: ως έκφραση κατάρας σε κάποιον, να μην ζήσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία