Ετυμολογία

επεξεργασία

ξημερώνομαι

  1. με βρίσκει (σε καλή κατάσταση) το ξημέρωμα
  2. παραμένω ξάγρυπνος όλη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα
  3. έφαγα πολύ και έμεινα ξύπνια στη Τζια

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • να μην ξημερωθώ: να μην ζήσω, αν δεν είναι τα πράγματα όπως τα λέω
  • να μην ξημερωθείς: ως έκφραση κατάρας σε κάποιον, να μην ζήσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία