ξημερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξημερώνω, ξημερώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαξημερωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξημερώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξημερωμένος
|
ξημερωμένος, -η, -ο
|