Δείτε επίσης: ξημερώνω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξημερώννω < ἐξημερώννω με αποβολή του αρκτικού φωνήεντος < ἐξ- + ἡμέρ(α) + -ώννω

  Ρήμα επεξεργασία

ξημερώννω

Άλλες μορφές επεξεργασία