δεν παίρνω χαμπάρι
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Έκφραση Επεξεργασία
δεν παίρνω χαμπάρι
- δεν αντιλαμβάνομαι ένα περιστατικό
- αρνούμαι να ακολουθήσω τις οδηγίες που μου δίνουν
- δεν καταλαβαίνω αυτά που μου λένε
δεν παίρνω χαμπάρι