Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροβατώ < αρχαία ελληνική ἀεροβατῶ < ἀήρ + βαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

αεροβατώ

  1. (κυριολεκτικά) βαδίζω, περπατώ στον αέρα
  2. (μεταφορικά) δεν έχω επαφή με την πραγματικότητα και κάνω σκέψεις μη ρεαλιστικές, « πετάω στα σύννεφα »
     συνώνυμα: νεφελοβατώ

Συγγενικά επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία