Ετυμολογία

επεξεργασία
βρεκεκέξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρεκεκεκέξ με απλολογία (περικοπή ενός «κε»), ηχομιμητική λέξη [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾe.ceˈceks/ (συγκρίνετε με την αρχαία προφορά του βρεκεκεκέξ)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

βρεκεκέξ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία