βρεκεκέξ κοάξ κοάξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρεκεκέξ κοάξ κοάξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ, ηχομιμητική λέξη
- → δείτε τις λέξεις βρεκεκεκέξ, βρεκεκέξ και κοάξ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾeceˈceks ˈko̯aks ˈko̯aks/ (συγκρίνετε με την αρχαία προφορά του βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ)
Επιφώνημα επεξεργασία
βρεκεκέξ κοάξ κοάξ
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρεκεκέξ κοάξ κοάξ
|