βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ: αριστοφανική ηχομιμητική λέξη < → δείτε τις λέξεις βρεκεκεκέξ και κοάξ
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαβρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ
- (φωνή ζώου) βρεκεκέξ κοάξ κοάξ, ο ήχος του κοασμού του βατράχου
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Βάτρακοι, στίχ.209 (209-217). Επαναλαμβάνεται συχνά.
Βάτραχοι βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ, βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ, [210] λιμναῖα κρηνῶν τέκνα, ξύναυλον ὕμνων βοὰν φθεγξώμεθ᾽, εὔγηρυν ἐμὰν ἀοιδάν, κοὰξ κοάξ, ἣν ἀμφὶ Νυσήιον Διὸς Διόνυσον ἐν Λίμναισιν ἰαχήσαμεν, |
Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ, βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ. Βάλτων και γάργαρων νερών παιδιά, βοερούς κι αρμονικούς ύμνους ας πούμε, το γλυκό τραγούδι μας, κοάξ κοάξ, που για της Νύσας το θεό, το Διόνυσο του Δία το γιο, στις Λίμνες τραγουδήσαμε, |