Δείτε επίσης: λούφες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουφές οι λουφέδες
      γενική του λουφέ των λουφέδων
    αιτιατική τον λουφέ τους λουφέδες
     κλητική λουφέ λουφέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λουφές < (άμεσο δάνειο) τουρκική ulûfe < αραβική علوفه (ʻalūfa)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λουφές αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αμοιβή, μισθός
    ※  Οἱ εὐτολμότεροι τούτων δράττοντες τὰ ὅπλα καὶ συσσωματούμενοι περιήρχοντο κατατρέχοντες τοὺς ἅρπαγας καὶ ἀποξενώσαντας ἀπ’ αὐτῶν τὴν πατρῴαν γῆν, καὶ διὰ νὰ συντηρῶνται ἠναγκάζοντο νὰ φορολογῶσι τοὺς κατοίκους, λαμβάνοντες παρ’ αὐτῶν τὴν διὰ τοὺς ὑπ’ αὐτοὺς στρατιώτας μισθοδοσίαν, ὀνομαζομένην λουφὲς τῶν παλικαριῶν (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. ηʹ)
  2. (παρωχημένο) χρήματα που αποκτήθηκαν ανήθικα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία