κουμπές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουμπές | οι | κουμπέδες |
γενική | του | κουμπέ | των | κουμπέδων |
αιτιατική | τον | κουμπέ | τους | κουμπέδες |
κλητική | κουμπέ | κουμπέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈbes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μπές
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουμπές αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, αρχιτεκτονική) ημισφαιρική στέγη, ή σφαιρικό τμήμα στέγης
- ※ Αποφάσισα να γίνω στην Αγια-Σοφιά κουμπές, / να 'ρχονται να προσκυνούνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές. (Παραδοσιακό μικρασιατικό τραγούδι)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κουμπές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .