Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουμπές οι κουμπέδες
      γενική του κουμπέ των κουμπέδων
    αιτιατική τον κουμπέ τους κουμπέδες
     κλητική κουμπέ κουμπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουμπές < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουμπές[1] < τουρκική kubbe + < αραβική قبة (qúbba, τρούλος, θόλος) < περσική کپه (koppe)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈbes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐μπές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουμπές αρσενικό

  • (παρωχημένο, λαϊκότροπο, αρχιτεκτονική) ημισφαιρική στέγη, ή σφαιρικό τμήμα στέγης
    ※  Αποφάσισα να γίνω στην Αγια-Σοφιά κουμπές, / να 'ρχονται να προσκυνούνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές. (Παραδοσιακό μικρασιατικό τραγούδι)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία