μπεζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπεζές | οι | μπεζέδες |
γενική | του | μπεζέ | των | μπεζέδων |
αιτιατική | τον | μπεζέ | τους | μπεζέδες |
κλητική | μπεζέ | μπεζέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beˈzes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐ζές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεζές αρσενικό
- (γλυκό) γλύκισμα που φτιάχνεται από ψημένη μαρέγκα και συνήθως έχει περίπου σφαιρικό σχήμα
- (γλυκό) γλύκισμα που αποτελείται από δύο μπεζέδες από μαρέγκα και ενδιάμεσα έχει κάποια κρέμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεζές
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπεζές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας