↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεζές οι μπεζέδες
      γενική του μπεζέ των μπεζέδων
    αιτιατική τον μπεζέ τους μπεζέδες
     κλητική μπεζέ μπεζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μπεζέδες.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπεζές < (άμεσο δάνειο) γαλλική baiser /beˈze/ (φίλημα) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /beˈzes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐ζές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπεζές αρσενικό

  1. (γλυκό) γλύκισμα που φτιάχνεται από ψημένη μαρέγκα και συνήθως έχει περίπου σφαιρικό σχήμα
  2. (γλυκό) γλύκισμα που αποτελείται από δύο μπεζέδες από μαρέγκα και ενδιάμεσα έχει κάποια κρέμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία