κουμάντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουμάντο | τα | κουμάντα |
γενική | του | κουμάντου | των | κουμάντων |
αιτιατική | το | κουμάντο | τα | κουμάντα |
κλητική | κουμάντο | κουμάντα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουμάντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική comando
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουμάντο ουδέτερο
- η διαχείριση, η διεύθυνση
- δεν έκανε καλό κουμάντο και έπεσε έξω