κουμανταδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουμανταδόρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο): αυτός που κάνει κουμάντο σε κάτι
- αυτός που διευθύνει ή κατευθύνει ομάδα ατόμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουμανταδόρος
|