Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουμανταδόρος οι κουμανταδόροι
      γενική του κουμανταδόρου των κουμανταδόρων
    αιτιατική τον κουμανταδόρο τους κουμανταδόρους
     κλητική κουμανταδόρε κουμανταδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουμανταδόρος < κουμάντο + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουμανταδόρος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο): αυτός που κάνει κουμάντο σε κάτι
  2. αυτός που διευθύνει ή κατευθύνει ομάδα ατόμων

  Μεταφράσεις επεξεργασία