αλησμονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααλησμονώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλησμονώ | αλησμονούσα | θα αλησμονώ | να αλησμονώ | αλησμονώντας | |
β' ενικ. | αλησμονείς | αλησμονούσες | θα αλησμονείς | να αλησμονείς | (αλησμόνει) | |
γ' ενικ. | αλησμονεί | αλησμονούσε | θα αλησμονεί | να αλησμονεί | ||
α' πληθ. | αλησμονούμε | αλησμονούσαμε | θα αλησμονούμε | να αλησμονούμε | ||
β' πληθ. | αλησμονείτε | αλησμονούσατε | θα αλησμονείτε | να αλησμονείτε | αλησμονείτε | |
γ' πληθ. | αλησμονούν(ε) | αλησμονούσαν(ε) | θα αλησμονούν(ε) | να αλησμονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλησμόνησα | θα αλησμονήσω | να αλησμονήσω | αλησμονήσει | ||
β' ενικ. | αλησμόνησες | θα αλησμονήσεις | να αλησμονήσεις | αλησμόνησε | ||
γ' ενικ. | αλησμόνησε | θα αλησμονήσει | να αλησμονήσει | |||
α' πληθ. | αλησμονήσαμε | θα αλησμονήσουμε | να αλησμονήσουμε | |||
β' πληθ. | αλησμονήσατε | θα αλησμονήσετε | να αλησμονήσετε | αλησμονήστε | ||
γ' πληθ. | αλησμόνησαν αλησμονήσαν(ε) |
θα αλησμονήσουν(ε) | να αλησμονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλησμονήσει | είχα αλησμονήσει | θα έχω αλησμονήσει | να έχω αλησμονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλησμονήσει | είχες αλησμονήσει | θα έχεις αλησμονήσει | να έχεις αλησμονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλησμονήσει | είχε αλησμονήσει | θα έχει αλησμονήσει | να έχει αλησμονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλησμονήσει | είχαμε αλησμονήσει | θα έχουμε αλησμονήσει | να έχουμε αλησμονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλησμονήσει | είχατε αλησμονήσει | θα έχετε αλησμονήσει | να έχετε αλησμονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλησμονήσει | είχαν αλησμονήσει | θα έχουν αλησμονήσει | να έχουν αλησμονήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλησμονώ
|