τέντζερης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέντζερης < τουρκική tencere < οθωμανική τουρκική تنجره < αραβική طنجرة (ṭanjara) < περσική تنگیره (tangira)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέντζερης αρσενικό
- (παρωχημένο) χάλκινη κατσαρόλα
τέντζερης αρσενικό