Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
faitout
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
faitout
<
fait
+
tout
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
faitout
faitouts
faitout
(fr)
αρσενικό
→
δείτε
τη λέξη
fait-tout