χαβαλές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαβαλές | οι | χαβαλέδες |
γενική | του | χαβαλέ | των | χαβαλέδων |
αιτιατική | τον | χαβαλέ | τους | χαβαλέδες |
κλητική | χαβαλέ | χαβαλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαβαλές < χαβαλέ < τουρκική havale (μεταφορά, μετάθεση) < αραβική حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαβαλές αρσενικό
- (παρωχημένο) το σαμάρι που χρησιμεύει να φορτώνουμε κάτι σ’ ένα υποζύγιο
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) το φορτίο πάνω στο κατάστρωμα
- (παρωχημένο) το βάρος που μας ενοχλεί
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) φορτικός, ενοχλητικός
- (οικείο) η απόπειρα διασκέδασης της ανίας και της πλήξης
- ≈ συνώνυμα: γλεντοκόπημα, κέφι, ξεφάντωμα, πλάκα
- (οικείο) άνθρωπος που κάνει (ή δέχεται) αστεία