χαβαλεδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαβαλεδιάζω < χαβαλές < τουρκική havale (μεταφορά, μετάθεση) < αραβική حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
Ρήμα
επεξεργασίαχαβαλεδιάζω
- κάνω χαβαλέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαβαλεδιάζω
|