Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζερτζελές οι τζερτζελέδες
      γενική του τζερτζελέ των τζερτζελέδων
    αιτιατική τον τζερτζελέ τους τζερτζελέδες
     κλητική τζερτζελέ τζερτζελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζερτζελές < τουρκική zelzele < τουρκική زلزله (zelzele, zerzele) < αραβική زلزلة (zalzala, σεισμός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dzer.dzeˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζερ‐τζε‐λές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζερτζελές αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο, προφορικό) διασκεδαστική φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση
    άλλες μορφές: τζέρτζελο
  2. (λαϊκότροπο, προφορικό) φασαριόζος, σαματατζής, ο πλακατζής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία