τζερτζελές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζερτζελές < τουρκική zelzele < τουρκική زلزله (zelzele, zerzele) < αραβική زلزلة (zalzala, σεισμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dzer.dzeˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζερ‐τζε‐λές
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζερτζελές αρσενικό
- (λαϊκότροπο, προφορικό) διασκεδαστική φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση
- άλλες μορφές: τζέρτζελο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) φασαριόζος, σαματατζής, ο πλακατζής