τζέρτζελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζέρτζελο < τζερτζελές + -ο < τουρκική zelzele < οθωμανική τουρκική زلزله (zelzele, zerzele) < αραβική زلزلة (zalzala, σεισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζέρτζελο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) άλλη μορφή του τζερτζελές
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζέρτζελο
|