χαβαλετζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαβαλετζής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαβαλετζής αρσενικό, (θηλυκό χαβαλετζού)
- άτομο που του αρέσουν οι χαβαλέδες και, γενικότερα, κάνει χαβαλέ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαβαλετζής
|