Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαβαλετζού οι χαβαλετζούδες
      γενική της χαβαλετζούς των χαβαλετζούδων
    αιτιατική τη χαβαλετζού τις χαβαλετζούδες
     κλητική χαβαλετζού χαβαλετζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαβαλετζού < χαβαλετζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.va.leˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐βα‐λε‐τζού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαβαλετζού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαβαλετζής