Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεραγκούλα οι νεραγκούλες
      γενική της νεραγκούλας
    αιτιατική τη νεραγκούλα τις νεραγκούλες
     κλητική νεραγκούλα νεραγκούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Νεραγκλούλα Ranunculus nemorosus.

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεραγκούλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ranuncolo με αντι(μετάθεση) < λατινική ranunculus (βατραχάκι) < rana (βατράχι) + -culus (πιθανόν με παρετυμολογία προς τη λέξη νερό) [1] Δείτε και το συνώνυμο βατράχι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾaŋˈɡu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρα‐γκού‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεραγκούλα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία