νεραγκούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεραγκούλα | οι | νεραγκούλες |
γενική | της | νεραγκούλας | — | |
αιτιατική | τη | νεραγκούλα | τις | νεραγκούλες |
κλητική | νεραγκούλα | νεραγκούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεραγκούλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ranuncolo με αντι(μετάθεση) < λατινική ranunculus (βατραχάκι) < rana (βατράχι) + -culus (πιθανόν με παρετυμολογία προς τη λέξη νερό) [1] Δείτε και το συνώνυμο βατράχι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.ɾaŋˈɡu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρα‐γκού‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεραγκούλα θηλυκό
- (φυτό, λουλούδι) πολυετές ποώδες καλλωπιστικό φυτό, του γένους Ranunculus, καθώς και το άνθος του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεραγκούλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νεραγκούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας