μπομπονιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπομπονιέρα | οι | μπομπονιέρες |
γενική | της | μπομπονιέρας | — | |
αιτιατική | την | μπομπονιέρα | τις | μπομπονιέρες |
κλητική | μπομπονιέρα | μπομπονιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπομπονιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bonboniera < γαλλική bonbonnière < bonbon (καραμέλα) + -ière, μπομπόν +-ιέρα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bom.boˈɲe.ɾa/ και σε γρήγορο λόγο ΔΦΑ : /bo.boˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐μπο‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπομπονιέρα θηλυκό
- αναμνηστικό που δίνεται στους καλεσμένους από ένα ζευγάρι (στο γάμο του) ή από τους γονείς (σε βαφτίσια)
- σκεύος όπου προσφέρονται τα ζαχαρωτά
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μπουμπουνιέρα (προφορικό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπομπονιέρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπομπονιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας