Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπομπονιέρα οι μπομπονιέρες
      γενική της μπομπονιέρας
    αιτιατική την μπομπονιέρα τις μπομπονιέρες
     κλητική μπομπονιέρα μπομπονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπομπονιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bonboniera < γαλλική bonbonnière < bonbon (καραμέλα) +‎ -ière, μπομπόν +-ιέρα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bom.boˈɲe.ɾa/ και σε γρήγορο λόγο ΔΦΑ : /bo.boˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπο‐μπο‐νιέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπομπονιέρα θηλυκό

  1. αναμνηστικό που δίνεται στους καλεσμένους από ένα ζευγάρι (στο γάμο του) ή από τους γονείς (σε βαφτίσια)
  2. σκεύος όπου προσφέρονται τα ζαχαρωτά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία