πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπομπονιέρα οι μπομπονιέρες
      γενική της μπομπονιέρας
    αιτιατική την μπομπονιέρα τις μπομπονιέρες
     κλητική μπομπονιέρα μπομπονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bom.boˈɲe.ɾa/ και σε γρήγορο λόγο ΔΦΑ : /bo.boˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπομπονιέρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπομπονιέρα θηλυκό

  1. αναμνηστικό που δίνεται στους καλεσμένους από ένα ζευγάρι (στο γάμο του) ή από τους γονείς (σε βαφτίσια)
  2. σκεύος όπου προσφέρονται τα ζαχαρωτά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία