bonbonnière
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bonbonnière < bonbon
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bonbonnière | bonbonnières |
bonbonnière (fr) θηλυκό
- μπομπονιέρα
- μικρό διαμέρισμα που έχει διακοσμηθεί με γούστο
Σημειώσεις
επεξεργασία- Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.