Ετυμολογία

επεξεργασία
bonbonnière < bonbon

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bonbonnière bonbonnières

bonbonnière (fr) θηλυκό

  1. μπομπονιέρα
  2. μικρό διαμέρισμα που έχει διακοσμηθεί με γούστο

Σημειώσεις

επεξεργασία
Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.

Συγγενικά

επεξεργασία