ενικός         πληθυντικός  
mainmise mainmises

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mainmise (fr) θηλυκό

  1. (νομικός όρος) (στην εποχή της φεουδαρχίας) η κατάσχεση
  2. ο έλεγχος, η επιρροή
  3. η ανάμιξη, η παρέμβαση

Σημειώσεις

επεξεργασία
Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.