Ετυμολογία

επεξεργασία
mainmorte < main (με τη σημασία: κατοχή) + mort (που δεν υπάρχει πια)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mainmorte mainmortes

mainmorte (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.