Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαλάγγι τα σφαλάγγια
      γενική του σφαλαγγιού των σφαλαγγιών
    αιτιατική το σφαλάγγι τα σφαλάγγια
     κλητική σφαλάγγι σφαλάγγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαλάγγι < αρχαία ελληνική φαλάγγιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφαλάγγι ουδέτερο

  • (έντομο) είδος αράχνης
    ※  « Για να γιάνη το σκροπιδοφάγωμα και σφαλαγγοφάγωμα, σταυρώνουμε το μέρος που δάγκωσε και σκορπιός ή το σφαλάγγι τρεις φορές και λέμε : Σύρε πέρα στη γκορτσιά, κρέμουνται τρία καρδάρια . Το να έχει μέλι, τ' άλλο γάλα, τ'άλλο του σκορπιού το αίμα. Πιες το μέλι, φάε το γάλα, παρ'και του σκορπιού το αίμα και φέρτα όλα για μένα (Αγλαία Μπίμπη - Παπασπυροπούλου, Παραδοσιακή ιατρική στην Πελοπόννησο : διδακτορική διατριβή, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, 1985, σελ. 148)
  • (έντομο) είδος σφήκας[1]

Άλλες μορφές επεξεργασία

[2]

Συνώνυμα επεξεργασία

[3]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Σφαλάγγι, είδος σφήκας, Κύπρος, Emile Deschamps, Au pays d’Aphrodite. Chypre, carnet d’un voyageur, Ouvrage contenant quatre-vingts illustrations d'après des photographies, Παρίσι, Hachette, 1898 [1]
  2. Carl Weigel, Λεξικόν ἁπλορωμαικόν γερμανικόν και ἰταλικόν. Neugriechisches Teutsch-Italiänisches Wörterbuch, 1796, σελ. 1227 [2]
  3. Πεπραγμένα του Δ' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειο, 29 Αυγούστου-3 Σεπτεμβρίου 1976, τόμος 2, 1980, σελ. 435

  Μεταφράσεις επεξεργασία