Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φαλάγγιον τὰ φαλάγγι
      γενική τοῦ φαλαγγίου τῶν φαλαγγίων
      δοτική τῷ φαλαγγί τοῖς φαλαγγίοις
    αιτιατική τὸ φαλάγγιον τὰ φαλάγγι
     κλητική ! φαλάγγιον φαλάγγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλαγγίω
γεν-δοτ τοῖν  φαλαγγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλάγγιον < αρχαία ελληνική (φάλαγξ) φαλαγγ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαλάγγιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (εντομολογία) είδος δηλητηριώδους αράχνης (το σφαλάγγι)
  2. ο ιστός που υφαίνει αυτή η αράχνη
  3. (φυτό) είδος φυτού (Lloydia graeca) που θεωρούνταν ότι εξουδετερώνει το δηλητήριο της αράχνης (1)
  4. στρογγυλό κούτσουρο που μπαίνει κάτω από τα πλοία, για να διευκολύνει την μετακίνησή τους στην ξηρά
     συνώνυμα: κόραξ

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία