κόραξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κορᾰκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | κόραξ | οἱ | κόρακες | |
γενική | τοῦ | κόρακος | τῶν | κοράκων & κοράκεσσι | |
δοτική | τῷ | κόρακῐ | τοῖς | κόραξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κόρακᾰ | τοὺς | κόρακᾰς | |
κλητική ὦ! | κόραξ | κόρακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόρακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κοράκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόραξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kor- / *ker-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόραξ αρσενικό
- (πτηνό) ο κόρακας, το κοράκι
- στρογγυλό κούτσουρο που μπαίνει κάτω από τα πλοία, για να διευκολύνει την μετακίνησή τους στην ξηρά
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Κόραξ
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- κόραξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόραξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.