Δείτε επίσης: κόρακας, κόραξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κόραξ < αρχαία ελληνική κόραξ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κόραξ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) το ιερό πτηνό του θεού Απόλλωνα που διέθετε μαντικό χάρισμα.