Δείτε επίσης: κόρακας, κόραξ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόραξ < αρχαία ελληνική κόραξ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόραξ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) το ιερό πτηνό του θεού Απόλλωνα που διέθετε μαντικό χάρισμα.
  3. (αστρονομία) όνομα αστερισμού του νοτίου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση