φάλαγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φᾰλαγγ- | |||||
ονομαστική | ἡ | φάλαγξ | αἱ | φάλαγγες | |
γενική | τῆς | φάλαγγος | τῶν | φαλάγγων | |
δοτική | τῇ | φάλαγγῐ | ταῖς | φάλαγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | φάλαγγᾰ | τὰς | φάλαγγᾰς | |
κλητική ὦ! | φάλαγξ | φάλαγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάλαγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλάγγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάλαγξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰelǵ- (δοκάρι, κομμάτι ξύλο). Συγγενικά: πρωτογερμανική *balkô (> γερμανική Balken, αγγλική balk), λιθουανική balžiena (ρόπαλο), πιθανόν και η λατινική fulcio (στηρίζω) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάλαγξ θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) φάλαγγα στρατιωτών
- παράταξη μάχης
- σχηματισμός πεζικού
- το κύριο μέρος του στρατού
- στρατόπεδο
- (αρχική σημασία) κομμάτι ξύλου
- κορμός δέντρου
- το οριζόντιο τμήμα του ξυγού, από το οποίο κρέμονται οι πλάστιγγες
- (στον πληθυντικό) φάλαγγες: ξύλινοι κύλινδροι που μπαίνουν κάτω από ένα βαρύ αντικείμενο, προκειμένου να μετακινηθεί
- (ανατομία) το οστό ανάμεσα στους αρμούς των δαχτύλων των χεριών
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φαλαγγ-
φαλαγγ-
- διφαλαγγάρχης
- διφαλαγγαρχία
- διφαλαγγία
- ἐκφαλαγγίζω
- φαλαγγάρχης
- φαλαγγαρχία
- φαλαγγηδόν
- φαλαγγιάω
- φαλαγγιόδηκτος
- φαλάγγιον
- φαλαγγιόπληκτος
- φαλαγγίτης
- φαλαγγιτικός
- φαλαγγομαχέω
- φαλαγγομάχης
- φαλαγγοστορύναι
- φαλαγγόω
- φαλάγγωμα
- φαλάγγωσις
- φαλαγκτήριον
- μονοφαλαγγία
- τετραφαλαγγάρχης
- τετραφαλαγγαρχία
- τετραφαλαγγία
- τριφαλαγγία
- ὑπερφαλαγγέω
- ὑπερφαλάγγησις
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φάλαγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάλαγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.