πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φᾰλαγγ-
ονομαστική φάλαγξ αἱ φάλαγγες
      γενική τῆς φάλαγγος τῶν φαλάγγων
      δοτική τῇ φάλαγγ ταῖς φάλαγξ(ν)
    αιτιατική τὴν φάλαγγ τὰς φάλαγγᾰς
     κλητική ! φάλαγξ φάλαγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φάλαγγε
γεν-δοτ τοῖν  φαλάγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάλαγξ θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) φάλαγγα στρατιωτών
    1. παράταξη μάχης
    2. σχηματισμός πεζικού
    3. το κύριο μέρος του στρατού
       αντώνυμα: κέρας
    4. στρατόπεδο
  2. (αρχική σημασία) κομμάτι ξύλου
    1. κορμός δέντρου
    2. το οριζόντιο τμήμα του ξυγού, από το οποίο κρέμονται οι πλάστιγγες
    3. (στον πληθυντικό) φάλαγγες: ξύλινοι κύλινδροι που μπαίνουν κάτω από ένα βαρύ αντικείμενο, προκειμένου να μετακινηθεί
  3. (ανατομία) το οστό ανάμεσα στους αρμούς των δαχτύλων των χεριών

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.