Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
balk balks

balk (en)

  1. εμπόδιο
ενεστώτας balk
γ΄ ενικό ενεστώτα balks
αόριστος balked
παθητική μετοχή balked
ενεργητική μετοχή balking

balk (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) μπλοκάρω
  2. (αμετάβατο) κλοτσάω, αντιδρώ αρνητικά, δεν αποδέχομαι κάτι το οποίο γίνεται προσπάθεια να μου επιβληθεί πιεστικά
    ⮡  The people will balk at the new taxes.
    Ο κόσμος θα κλοτσήσει στους νέους φόρους.
    ⮡  They balked when we told them to do overtime.
    Κλότσησαν όταν τους είπαμε να κάνουν υπερωρίες.