φαλαγγιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαλαγγιτικός < φαλαγγίτης
Επίθετο επεξεργασία
φαλαγγιτικός, -ή, -ό και φαλαγγίτικος
- σχετικός ή χαρακτηριστικός του φαλαγγίτη ή της φαλαγγίτισσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαλαγγιτικός
|