τετραφαλαγγαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραφαλαγγαρχία < τετραφαλαγγάρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατετραφαλαγγαρχία θηλυκό
- αξίωμα και διοίκηση του τετραφαλαγγάρχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραφαλαγγαρχία
|
τετραφαλαγγαρχία θηλυκό
|