φαλαγγομαχέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
φαλαγγομαχέω-φαλαγγομαχῶ
- μάχομαι μέσα σε φάλαγγα, μάχομαι ως οπλίτης του αρχαίου ελληνικού στρατού
- (κατ’ επέκταση) μάχομαι μαζί με άλλους
φαλαγγομαχέω-φαλαγγομαχῶ