Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλαγγομαχέω < φάλαγξ και θέμα -μαχ- (του μάχομαι) και jω

  Ρήμα επεξεργασία

φαλαγγομαχέω-φαλαγγομαχῶ

  1. μάχομαι μέσα σε φάλαγγα, μάχομαι ως οπλίτης του αρχαίου ελληνικού στρατού
  2. (κατ’ επέκταση) μάχομαι μαζί με άλλους