γκορτσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκορτσιά | οι | γκορτσιές |
γενική | της | γκορτσιάς | των | γκορτσιών |
αιτιατική | την | γκορτσιά | τις | γκορτσιές |
κλητική | γκορτσιά | γκορτσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκορτσιά < (άμεσο δάνειο) αλβανική gorricë / gorrica [1] με συγκοπή του [i] πρίν από το [ɾ] + -ιά (αλλά δείτε και τον τύπο γκοριτσιά[2]) < πρωτοσλαβική *gȍrьkъ (πικρός)[3] ή όπως σε ομόρριζο στη βουλγαρική ?[4]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɡoɾˈt͡sça/ (επίσης, με ποικίλες ιδιωματικές προφορές)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκορ‐τσιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκορτσιά θηλυκό
- (φυτό) η αγριαχλαδιά
- φυτό, παρωχημένο, ή σε ορισμένες περιοχές) ο Προύνος ο ακανθώδης [5]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαιδιωματικά [6]
- αγκορτσιά (όπως στην Πελοπόννησο), αγκορίτσα
- γκορίτσα (και δείτε τα παράγωγα)
- γκορνιτσιά
- γκουρίτζα
- γορίτσα
Συγγενικά
επεξεργασία- Γκορτσιά (τοπωνύμιο, όπως και πολλοί άλλοι τύποι)
- αγριογκορτσιά
με θέμα γκοριτσ- (και παραλλαγές με γκορτσ-, με γκοριτσ-)
- γκοριτσαπιδιά
- γκοριτσάπιδο
- γκοριτσαρμιά
- γκοριτσάς
- γκοριτσαχλαδιά
- γκοριτσάχλαδο
- γκοριτσίσιος / γκοριτσήσιος
- γκοριτσιά
- γκορίτσινος
- γκοριτσίτσα
- γκόριτσο / γκόρτσο / γκόρνιτσο
- γκοριτσοβάλανα (πληθυντικός)
- γκοριτσόγιδα
- γκοριτσοζούμι
- γκοριτσόκλαρο
- γκοριτσολαιμιάζω
- γκοριτσολαίμικος
- γκοριτσολογώ
- γκοριτσόμηλο
- γκοριτσόξυλο
- γκοριτσοπούλα
- γκοριτσούδα
- γκοριτσούλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γκορτσιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκορτσιά
→ δείτε τη λέξη αγριαχλαδιά |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «γκορτσιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ τύπος «γκοριτσιά» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ σελ.180 - Derksen, Rick (2008) Etymological Dictionary of the Slavic Inherited Lexicon [Ετυμολογικό λεξικό του σλαβικού κληρονομημένου λεξιλογίου] (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 4), Leiden, Boston: Brill
- ↑ γκορτσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ γκορίτσα, γκοριτσιά - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»