αγριαχλαδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριαχλαδιά | οι | αγριαχλαδιές |
γενική | της | αγριαχλαδιάς | των | αγριαχλαδιών |
αιτιατική | την | αγριαχλαδιά | τις | αγριαχλαδιές |
κλητική | αγριαχλαδιά | αγριαχλαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγριαχλαδιά < αγρι- + αχλαδιά[1] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριαχλαδία[2] Και ιδιωματικό αγριαχλαδέα, όπως η (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριαχλαδέα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.a.xlaˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐α‐χλα‐διά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγριαχλαδιά θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αγριαχλάδι
- → και δείτε τις λέξεις άγριος και αχλάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία- μεσαιωνικά ελληνικά: ἀγριαχλαδία, ἀγριαχλαδέα ἀγριαπιδία
- ελληνιστική κοινή: ἀγριαπιδέα, ἀχλάς
- αρχαία ελληνικά: ἄχερδος, ἀχράς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγριαχλαδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγριαχλαδιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας