↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριαχλαδιά οι αγριαχλαδιές
      γενική της αγριαχλαδιάς των αγριαχλαδιών
    αιτιατική την αγριαχλαδιά τις αγριαχλαδιές
     κλητική αγριαχλαδιά αγριαχλαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριαχλαδιά < αγρι- + αχλαδιά[1] (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριαχλαδία[2] Και ιδιωματικό αγριαχλαδέα, όπως η (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριαχλαδέα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣɾi.a.xlaˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐α‐χλα‐διά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγριαχλαδιά θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία