Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
ἄχερδος αἱ
οἱ
ἄχερδοι
      γενική τῆς
τοῦ
ἀχέρδου τῶν ἀχέρδων
      δοτική τῇ
τῷ
ἀχέρδ ταῖς
τοῖς
ἀχέρδοις
    αιτιατική τὴν
τὸν
ἄχερδον τὰς
τοὺς
ἀχέρδους
     κλητική ! ἄχερδε ἄχερδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀχέρδω
γεν-δοτ τοῖν  ἀχέρδοιν
Μεταγενέστερο ως αρσενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Ζάκυνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄχερδος < αβέβαιης ετυμολογίας. Συνδέεται με το συνώνυμο ἀχράς.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄχερδος θηλυκό, αργότερα αρσενικό

  1. (δέντρο, φρούτο) η αγριαχλαδιά, αγριαπιδιά Pyrus amygdaliformis, αλλιώς Pyrus spinosa ή ο καρπός της, το αγριαχλάδι, αγριάπιδο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία