ἀγριαπιδία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγριαπιδία < ἀγριαπιδέα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγριαπιδία θηλυκό
- (δέντρο) η αγριαπιδιά, αγριαχλαδιά
Πηγές
επεξεργασία- ἀγριαπιδία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].