γκοριτσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκοριτσιά | οι | γκοριτσιές |
γενική | της | γκοριτσιάς | των | γκοριτσιών |
αιτιατική | την | γκοριτσιά | τις | γκοριτσιές |
κλητική | γκοριτσιά | γκοριτσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκοριτσιά < → δείτε τη λέξη γκορτσιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɡo.ɾiˈt͡sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκο‐ρι‐τσιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκοριτσιά θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του γκορτσιά