γκορτσά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκορτσά | οι | γκορτσές |
γενική | της | γκορτσάς | των | γκορτσών |
αιτιατική | την | γκορτσά | τις | γκορτσές |
κλητική | γκορτσά | γκορτσές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκορτσά < → δείτε τη λέξη γκορτσιά (προφορά ɡoɾˈt͡sça με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s]([t͡s]) και φωνήεν [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡoɾˈt͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκορ‐τσά
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκορτσά θηλυκό
- (φυτό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του γκορτσιά: η αγριαχλαδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκορτσά
→ δείτε τη λέξη αγριαχλαδιά |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δείτε τη σημείωση στο διακόσιοι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας