Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκορτσά οι γκορτσές
      γενική της γκορτσάς των γκορτσών
    αιτιατική την γκορτσά τις γκορτσές
     κλητική γκορτσά γκορτσές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκορτσά < → δείτε τη λέξη γκορτσιά (προφορά ɡoɾˈt͡sça με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s]([t͡s]) και φωνήεν [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡoɾˈt͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκορ‐τσά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκορτσά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία