φαλάγγι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαλάγγι < αρχαία ελληνική φαλάγγιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλάγγι ουδέτερο
- αραχνίδιο της τάξης Opiliones (Φαλάγγια) με πολύ λεπτά πόδια, που συγχέεται συχνά με τις αράχνες. Λέγεται και ρωγαλίδα
- το κατρακύλι, είδος κυλινδρικής δοκού που χρησιμοποιείται για μετακίνηση βαριών αντικειμένων
- δοκοί αλειμμένες με λίπος, σε μικρά παραδοσιακά ναυπηγεία, για να γλιστρά εύκολα το πλοιάριο κατά την καθέλκυση ή να αναβιβάζεται σχετικά εύκολα κατά την ανέλκυση
- μας πήρανε φαλάγγι (για την κατά κράτος ήττα, την κατρακύλα, από το ναυπηγικό όρο, επειδή μόλις το σκάφος το πάρει το φαλάγγι γλιστράει εξαιρετικά γρήγορα)